Ἀβραὰμ Εὐθυμιάδης
Ἄρχων Μουσικοδιδάσκαλος τῆς Μ.τ.Χ.Ε.
Νεκρολογία ἐπὶ τῇ κοιμήσει του


Πλήρης ἡμερῶν τὴν Τετάρτη 19-10-2005 στὶς 4.30π.μ. μετέστη ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ αἰώνια ἡ ψυχὴ τοῦ Ἄρχοντος Μουσικοδιδασκάλου τῆς Μ.τ.Χ.Ε. Ἀβραὰμ Χρ. Εὐθυμιάδη.

Ὁ Ἄρχων Ἀβραὰμ Εὐθυμιάδης γεννήθηκε στὴ Σελεύκεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ 1911 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς. Μέλος πολύτεκνης οἰκογενείας μὲ ἕξι παιδιὰ (δυὸ ἀγόρια καὶ τέσσερα κορίτσια), ἀπὸ πολὺ μικρὸς ἔδειξε τὴν κλήση του στὰ γράμματα καὶ τὶς τέχνες. Λόγω τῆς οἰκονομικῆς καταστάσεως τῆς οἰκογενείας του, διδάχθηκε ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δυὸ ὑποχρεωτικὲς γιὰ ὅλους γλῶσσες, δηλαδὴ τὴν Ἑλληνικὴ καὶ τὴν Τουρκική, καὶ τὴν Γαλλική, τὶς ὁποῖες ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του μιλοῦσε μὲ μεγάλη εὐχέρεια. Ἐπίσης εἶχε τὴν τύχη νὰ διδαχθεῖ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Μουσικὴ παράλληλα μὲ τὸ πιάνο καὶ κυρίως τὴν Βυζαντινὴ Ἐκκλησιαστικὴ Μουσικὴ κοντὰ στὸν δημοδιδάσκαλο καὶ Πρωτοψάλτη τῆς περιοχῆς τοῦ Παντελῆ Ἐγγονόπουλο ἤδη ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 6 ἐτῶν. Ὁ Παντελὴς Ἐγγονόπουλος δίπλα στὸν ὁποῖο ὁ μικρὸς τότε Ἀβραὰμ διδάχθηκε ἕως τὸ 1923 μόνο τὴ στοιχειώδη θεωρία τῆς μουσικῆς μας καὶ τὸ Ἀναστασιματάριο, ἦταν μαθητὴς τοῦ περιωνύμου Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου τῆς Μ.τ.Χ. Ἐκκλησίας Γεωργίου Βιολάκη, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀβραὰμ Εὐθυμιάδης ἐνθυμούμενος τὴν παιδική του ἡλικία ἔλεγε μὲ καύχημα ὅτι ἦταν μουσικὸς ἐγγονὸς τοῦ Γεωργίου Βιολάκη.

Τὸ 1923 ἀναγκάζονται μὲ τὴν οἰκογένειά του νὰ ἔλθουν στὴ Σύρο σὰν πρόσφυγες ὅπου ὁ πατέρας του ἐνεργοποιεῖται καὶ πάλι ἐπιχειρηματικῶς μὲ δυσάρεστα γιὰ τὴν οἰκογένεια ἀποτελέσματα. Καταστρέφονται οἰκονομικῶς καὶ ὁ πατέρας του ἀπὸ τὴν θλίψη του πεθαίνει τὸ 1934 καὶ τὸν ἀφήνει ὑπεύθυνο γιὰ τὴν μητέρα καὶ τὰ ἀδέλφια του. Κατὰ τὴν διαμονή τους στὴν Σύρο, ὁ μικρὸς Ἀβραὰμ τὶς Κυριακὲς ἐκκλησιάζονταν στὴν Μεγαλόχαρη τῆς Τήνου, μὲ καράβια ποὺ ἔβαζαν οἱ ἐφοπλιστὲς τῆς περιοχῆς του γιὰ προσκύνημα στὴ χάρη της. Ἐκεῖ ἄκουσε γιὰ πρώτη του φορὰ τὸν μετέπειτα Ἄρχοντα Πρωτοψάλτη τῆς Μ.τ.Χ.Ε. ἀείμνηστο Κωνσταντῖνο Πρίγγο, ὁ ὁποῖος ἔψαλε ἐκεῖ ἐκείνην τὴν περίοδο, ἐνθουσιάστηκε καὶ κατενύγη ἀπὸ τὸ ψάλλειν του.

Ἀπὸ τὴν Σύρο μαζὶ μὲ τὰ ἑπτὰ προστατευόμενα μέλη τῆς οἰκογένειάς του, ἀναχωρεῖ καὶ ἐγκαθίσταται μόνιμα στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου γνωρίζεται καὶ συνεργάζεται στενὰ μὲ τὸν ἀοίδιμο ἐμβριθέστατο θεωρητικὸ καὶ Πρωτοψάλτη τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγ. Τριάδος Θεσσαλονίκης, Σωκράτη Παπαδόπουλο (μαθητὴ τοῦ Νηλέως Καμαράδου), γιὰ τὴν προσωπικότητα τοῦ ὁποίου ἔτρεφε πολὺ μεγάλο σεβασμὸ καὶ ἐκτίμηση.

Τὸ 1929 γνωρίζεται καὶ συνδέεται ἄῤῥηκτα μὲ τὸν Πρίγγο ὁ ὁποῖος ἐγκαθίσταται καὶ αὐτὸς πλέον στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ φιλία, ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ ἡ συνεργασία ποὺ ἀνάπτυξαν οἱ δυὸ ἄνδρες ἦταν τόσον στενὴ καὶ εἰλικρινής, ὥστε ὅταν ὁ Κωνσατντίνος Πρίγγος ἀποφάσισε, κατόπιν παροτρύνσεως τοῦ Ἀβραὰμ Εὐθυμιάδη, νὰ ἐκδώσει τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τὸ Δοξαστάριο καὶ τὸ μισὸ Ἀναστασιματάριο (σὲ τεύχη τότε), αὐτὸς τοῦ τὰ ταχυδρομοῦσε ἀπὸ τὴν Πόλη (χειρόγραφα μὲ μολύβι), καὶ ὁ Ἀβραὰμ τὰ ἐξέδιδε προσθέτοντας κάτι ἂν αὐτὸ κρίνονταν ἀπαραίτητο. Ὅταν μάλιστα ξεχνοῦσε ὁ Πρίγγος κάτι νὰ γράψει, ἔλεγε στὸν Εὐθυμιάδη «γράψτο ἐσύ, ἀφοῦ ξέρεις πῶς τὸ λέω ἐγώ». Ἡ σχέση αὐτὴ τῶν δυὸ ἀνδρῶν ὑπῆρξε στενὴ ἕως τὴν ἐκδημία τοῦ Πρίγγου (1964).

Στὴ Θεσσαλονίκη σπουδάζει στὴ Γεωπονικὴ Σχολὴ τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου, ἀπὸ ὅπου παίρνει τὸ πτυχίο του τὸ 1936, ἐνῶ συγχρόνως παρακολουθεῖ μαθήματα στὸ Κρατικὸ Ὠδεῖο.

Ἀπὸ τὸ 1931 ἕως καὶ τὸ 1976 διακόνησε εὐσχημόνως καὶ καρποφόρα τὸ Ἱερὸ Ἀναλόγιο, ψάλλοντας σὲ πολλοὺς ναοὺς τῆς συμπρωτεύουσας ὅπως τῆς Παναγίας τῶν Χαλκέων, τῆς Ἁγ. Αἰκατερίνης, τῆς Λαοδηγήτριας, ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς αὐτῆς, ὅπως στὴν Ἱ. Μητρόπολη Καστορίας καὶ τοὺς Ἁγ. Ἀναργύρους Ἐδέσσης. Ἐκεῖ θὰ ἔχει τὴν πρώτη του ἐπαφὴ καὶ συνεργασία μὲ τὸν τότε Διάκονο Δημήτριο, μετέπειτα Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη.

Τὸ 1936 διορίζεται ὡς ὑπάλληλος στὰ Τ.Τ.Τ. (Τηλεφωνεῖα, Τηλεγραφεῖα, Ταχυδρομεῖα) καὶ ἀργότερα μετὰ τὸν διαχωρισμό τους τὸ 1949 στὸν Ο.Τ.Ε. ἀπὸ ὅπου συνταξιοδοτεῖται τὸ 1969, μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ Προϊσταμένου.

Τὸ 1955 παντρεύεται τὴν Δέσποινα Κεφαλᾶ τοῦ Γεωργίου μὲ τὴν ὁποία ἀποκτοῦν δυὸ παιδιά, τὴ Βαρβάρα καὶ τὸ Χρῆστο καὶ τέσσερα ἐγγόνια. Τὸ 1974 ὅμως χάνει τὴ σύντροφο τῆς ζωῆς του καὶ ἔκτοτε ἕως τῆς κοιμήσεώς του ζεῖ μόνος στὸ λιτὸ καὶ ἀπέριττο σπίτι του στὴ Θεσσαλονίκη, περιστοιχισμένος μὲ τὰ ἀγαπημένα του βιβλία, τὰ καλά του παιδιὰ καὶ ἐγγόνια, ἀλλὰ καὶ τοὺς πιστούς του φίλους καὶ μαθητές.

Τὸ 1948 ὀργανώνει τὸ πρῶτο φροντιστήριο Βυζαντινῆς Μουσικῆς ποὺ λειτούργησε στὴ Θεσσαλονίκη, στὴν Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Ἀδελφότητα «Ἀπολύτρωσις» (τότε, Ἀποστολικὴ Διακονία). Ἐκεῖ ἐκδίδει γιὰ πρώτη φορᾶ τὸ θεωρητικό του «Στοιχειώδη Μαθήματα Βυζ. Ἐκκλ. Μουσικῆς», μικρὸ στὶς διαστάσεις καὶ περιληπτικὸ στὴν οὐσία, γιὰ τὸ ὁποῖο ἐπαινέθηκε ἀπὸ πολλούς, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Πρίγγος, ὁ ὁποῖος ἔγραψε χαρακτηριστικὰ ὅτι «τυγχάνει τὸ ἀρτιώτερον τῶν ὑπαρχόντων ὁμοίων του».

Τὸ 1949 ἐκδίδει τὸ «Φωταγωγικὸν ᾎσμα» μὲ τὰ «Ἀνοιξαντάρια» σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ α´ καὶ ἄλλα μαθήματα.

Τὸ 1950 θὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν ἔκδοση τῆς «Νέας Φόρμιγγος τῆς Ἐκκλησίας», τοῦ Σωκράτη Παπαδόπουλου.

Τὸ 1951 ὀργανώνει τὸ φροντιστήριο «Ὁ Ἅγιος Δημήτριος», στὸν ὁμώνυμο ἀνακαινισμένο πλέον μεγαλοπρεπῆ Ἱερὸ Ναό, ἀρχικὰ μὲ τὸν ἀοίδιμο Ἄρχοντα Πρωτοψάλτη Χρύσανθο Θεοδοσόπουλο (1988). Ὅταν αὐτὸ διαλύεται, ἱδρύει τὸ 1961 τὴν Σχολὴ πλέον Βυζαντινῆς Μουσικῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς ἐκεῖ Ἱερᾶς Μητροπόλεως, καὶ καλοῦν σὲ αὐτὴν καὶ τοὺς Ἄρχοντες Πρωτοψάλτες Ἀθανάσιο Καραμάνη καὶ Χαρίλαο Ταλιαδῶρο καὶ ὅλοι μαζὶ μετατρέπουν τὴν συμπρωτεύουσα σὲ πρότυπο κέντρο σπουδῶν τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς γιὰ πολλὲς δεκαετίες.

Γιὰ τὶς διδακτικὲς ἀνάγκες τῆς σχολῆς ἀναγκάζεται νὰ διορθώσει τὰ παροράματα καὶ νὰ ἀνατυπώσει τὴν «Τρίτομη Μουσικὴ Συλλογή» τοῦ Γεωργίου Πρωγάκη καὶ τὸ «Εἱρμολόγιο Καταβασιῶν» τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου, μιᾶς καὶ αὐτὰ εἶχαν ἀπὸ καιρὸ ἐξαντληθεῖ.

Ἀπὸ τὸ 1952 ἀρχίζει τὴν ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ Κωνσταντίνου Πρίγγου ποὺ προαναφέραμε, δίχως δυστυχῶς νὰ καταφέρουν οἱ δυὸ ἄνδρες νὰ τὴν ὁλοκληρώσουν, λόγω τῆς μακροχρόνιας ἀσθένειας καὶ τοῦ θανάτου τοῦ Κωνσαντίνου Πρίγγου (1964).

Παράλληλα μὲ ὅλα αὐτὰ εἶναι καὶ διοικητικὸ στέλεχος τοῦ Σωματείου Ἱεροψαλτῶν Θεσσαλονίκης, στὸ ὁποῖο ἡ συνεισφορὰ καὶ τὸ ἔργο του ὑπῆρξαν καθοριστικὰ γιὰ τὴν μετέπειτα πορεία του. Ἐργάσθηκε ἐκεῖ μὲ πολὺ ζῆλο, ὀργανώνοντας πολυμελεῖς χορωδίες, διαλέξεις καὶ τέλος μελοποιεῖ τὸν ὕμνο τοῦ συλλόγου πρὸς τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνὸ «Ἐκ χειλέων τῶν Ἀγγέλων» σὲ στίχους τοῦ Χρήστου Χατζηχρήστου, ἐκπαιδευτικοῦ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα.

Τὸ 1972 ἐπανεκδίδει ὁλοκληρωμένο πλέον τὸ μνημειῶδες Θεωρητικό του ὑπὸ τὸν τίτλο «Μαθήματα Ἐκκλησιαστικῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς» τὸ ὁποῖο ἔχει γνωρίσει ἔκτοτε δυὸ ἐπανεκδόσεις καὶ τώρα ἑτοιμάζεται καὶ ἡ τρίτη του. Αὐτό τὸ βιβλίο ἔτυχε τῆς ἐγκρίσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ συστήθηκε «ὡς περισπούδαστον μουσικολογικὸν ἔργον, περιέχον ἅπασαν τὴν θεωρητικὴν τῆς Πατρώας Βυζαντινῆς ἡμῶν Μουσικῆς ὕλην συστηματικῶς κατεστρωμένην καὶ ἐπαγωγικῶς τὰ μάλιστα ἀναπτυσσομένην, διακρινόμενον δι᾿ ἀρτιότητά τε καὶ πληρότητα σπανίαν, πολύτιμον βοήθημα εἰς χεῖρας τῶν σπουδαστῶν τῆς Ἱερᾶς Μουσικῆς καὶ παντὸς ἐντρυφοῦντος εἰς τὸν ἀτίμητον τοῦτον θησαυρὸν τοῦ Ἑλληνοχριστιανικοῦ Πολιτισμοῦ», καὶ συστήθηκε πρὸς ὅλους τοὺς Σεβασμιωτάτους Ἱεράρχες, τὰ Ὠδεῖα καὶ τὶς Σχολὲς Βυζαντινῆς Μουσικῆς.

Τὸ 1974 θὰ ἐπεξεργασθεῖ ὀρθογραφικὰ καὶ ρυθμικὰ ἀλλὰ καὶ θὰ καλλιγραφήσει τὸ «Πρότυπον Ἀναστασιματάριον» τοῦ Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου Χαριλάου Ταλιαδώρου.

Τὰ ἔτη 1978-1980, σὲ ἀντίμετρο τῶν ἀνεύθυνων νεωτέρων μουσικῶν βιβλίων, στὰ ὁποῖα ὑπάρχου πλεῖστες ὅσες παραφθορὲς καὶ ἀλλοιώσεις τῆς οὐσίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μέλους, ἐκδίδει τὸ «Τρίτομο Ὑμνολόγιον Φωναῖς Αἰσίαις» ἀποτελούμενο ἀπὸ 1750 χειρόγραφες σελίδες, σὲ κόκκινη καὶ μαύρη μελάνη, ἀκολουθώντας πιστὰ τοὺς μελοποιοὺς τοῦ παρελθόντος.

Ἰδιαίτερη καὶ καθοριστικὴ στὴ ζωή του ἦταν ἡ τιμὴ ποὺ τοῦ ἐπιφύλαξε τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τοῦ 1988 (3 Ἀπριλίου) ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κυρὸς ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α´, ὅταν μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία τοῦ ἀπένειμε «ἰδίαις Πατριαρχικαῖς χερσίν» τὸ ὀφφίκιο τοῦ «Ἔντιμολογιωτάτου Ἄρχοντος Μουσικοδιδασκάλου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» ἢ «τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας» ἢ καὶ «τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» στὸ Πατριαρχικὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου.

Τὸ 1991, πιστὸς στὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ ἀνιδιοτελὴς κατὰ πάντα καὶ ἕως τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, ἐργάτης τῆς Ὀρθοδοξολατρευτικῆς μας Μουσικῆς, ἀποφασίζει καὶ ἀποσύρει τὸ «Τρίτομο Ὑμνολόγιον Φωναῖς Αἰσίαις» ἀφοῦ ἀντιλαμβάνεται σὲ αὐτὸ λάθη, κυρίως στὴ ρυθμικὴ σήμανση. Τὸ ἴδιο ἔτος ἐκδίδει τὸ «Νέον Τετράτομον Ὑμνολόγιον Φωναῖς Αἰσίαις» διορθωμένο, συμπληρωμένο καὶ καλλωπισμένο, ὡς καὶ τὸ «Τριώδιον Φωναῖς Αἰσίαις».

Τὸ συγγραφικό του ἔργο ὅμως δὲν σταματᾶ ἐδῶ, ἀφοῦ ἀλλὰ 12 βιβλία εἶναι ἕτοιμα πρὸς ἔκδοση, ἀλλὰ λόγω οἰκονομικῆς πενίας παραμένουν ἀνέκδοτα:
1. Τετράτομον Νέον Στιχηράριον τοῦ Ὅλου Ἐνιαυτοῦ.
2. Τετράτομον Δοξαστάριον (ἀργὸ καὶ σύντομο) τῶν Νεοφανῶν Ἁγίων.
3. Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδας.
4. Τὸ Πεντηκοστάριον.
5. Ἢ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομὰς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
6. Ἢ Ἀκολουθία τῶν Ἐγκαινίων.
7. Ἀκολουθία τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων.

Παράλληλα μὲ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἀβραὰμ Εὐθυμιάδης, ἀπὸ τὸ ἔτος 1951 καὶ ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἐπισκεπτόταν τακτικὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, διαμένοντας σὲ αὐτὸ μεγάλα χρονικὰ διαστήματα. Αὐτὸ ἦταν τὸ δεύτερο σπίτι του, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖ ἐπέλεξε νὰ γίνει ἡ τελευταία του κατοικία, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων. Κατὰ τὴν διαμονή του ἐκεῖ ἐργάζονταν ἀκατάπαυστα, μελοποιώντας ἀκολουθίες Ἁγίων, ψάλλοντας στὶς ἀκολουθίες καὶ διδάσκοντας τοὺς πατέρες τῶν Ἱερῶν Μονῶν. Πρὸς χάριν τῶν μοναχῶν δέ, ἔχει μελοποιήσει καὶ 152 ἀκολουθίες Ἁγίων ποὺ τιμῶνται καὶ ἑορτάζονται πανηγυρικὰ ἰδιαίτερα στὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος.

Κι ὅμως αὐτὸς ὁ τόσο δημιουργικὸς καὶ καρποφόρος δάσκαλος, εἶχε βεβαία τὴν πίστη καὶ ἀκλόνητη τὴν βεβαιότητα, ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν ἦταν δικά του ἔργα, ἀλλὰ προϊόντα της χάριτος τοῦ Θεοῦ. Σὲ προσλαλιά του, στὴν τιμητικὴ πρὸς τὸ πρόσωπό του ἐκδήλωση ποὺ διοργάνωσε ὁ Πρωτοψάλτης κ. Θεόδωρος Βασιλείου ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς Ο.Μ.Σ.Ι.Ε. τὸ 1989, ὁ ἀοίδιμος Δάσκαλος εἶπε γιὰ τὶς συνθέσεις του: «Τὰ μελουργήματα …καθὼς καὶ ὅλα ὅσα εἶναι βγαλμένα καὶ βγαίνουν ἀπὸ τὰ χέρια τῆς εὐτέλειάς μου φέρονται, βέβαια, στὸ ὄνομα τοῦ λαλοῦντος. Καὶ ὅμως στὴν οὐσία δὲν εἶναι καθόλου δικά μου. Καὶ τὸ πιστεύω ἀκράδαντα, τὸ ὁμολογῶ καὶ τὸ διακηρύττω. Εἶναι, ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον, προϊόντα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀφιερωμένα στὴ δόξα τοῦ Παναγίου Ὀνόματός του». Γιὰ ὅσους ἀξιωθήκαμε νὰ ζήσουμε κοντά του, γνωρίζουμε καλά, ὅτι αὐτοὶ οἱ λόγοι δὲν ἦταν λόγοι ταπεινοφροσύνης καὶ εὐγενείας, ἀλλὰ ἦταν ἀπόλυτη πίστη, βίωμα καὶ διδασκαλία τοῦ σεβαστοῦ δασκάλου.

Ἔλεγε ὅτι γιὰ νὰ ψάλλουμε κάτι σωστά, πρέπει νὰ μποροῦμε νὰ τὸ κατανοοῦμε, ἀλλιῶς δὲν καταφέρνουμε νὰ τὸ ἀποδώσουμε. Ὡς ἄριστος γνώστης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας σὲ ὅλες της τὶς φάσεις καὶ ἴσως ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ ἕως τὶς ἡμέρες μας κατάφερναν νὰ τὴν χρησιμοποιοῦν μὲ τόση συνάφεια καὶ σαφήνεια, δὲν μελοποιοῦσε ἂν πρῶτα δὲν εἶχε κατανόησει ἀπόλυτα τὸ κείμενο. Ὅταν κάθονταν νὰ μελοποιήσει τὴν ἀκολουθία ἑνὸς Ἁγίου, πρῶτα διάβαζε τὸ βίο του, ἔπειτα ἐντρυφοῦσε στὴν ἀκολουθία του καὶ ἀφοῦ τὴν κατανοοῦσε πλήρως, ἄρχιζε νὰ τὴν μελοποιεῖ, προσευχόμενος συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως. Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ συγκινησιακή του φόρτιση ὅταν μελοποιοῦσε ἕνα τροπάριο, ποὺ πολλὲς φορὲς δὲν κατάφερνε νὰ συγκρατήσει τὰ δάκρυά του καὶ ἔκλαιγε μὲ λυγμούς. Ἰδίως ὅταν ἔγραφε κάτι γιὰ τὴν Παναγία μας, τῆς ὁποίας τῆς εἶχε ἰδιαιτέρα ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση.

Ἡ θεωρητική του γνώση, ἡ μελική του δεινότητα καὶ ἡ βαθιά του πίστη ἦταν αὐτὰ ποὺ ἔκαναν τὰ ἔργα του, ἐπάξια καὶ ἐφάμιλλα ἀριστουργήματα τῶν μελοποιῶν του παρελθόντος. Ἡ ἄπταιστη κατοχὴ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, ἡ ἄριστη γνώση τῶν διαστημάτων, τῶν συστημάτων καὶ τῆς πορείας τῶν ἤχων τῆς Βυζαντινῆς μας Μουσικῆς, καθὼς καὶ ἡ δημιουργική του εὐφάνταστη δεινότητα, τὸν βοήθησαν νὰ καταστεῖ ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πολυγραφότατους καὶ καινογραφότατους μουσικούς του 20ου αἰῶνος. Σὲ ἀντίθεση μὲ πολλοὺς σύγχρονούς του, ὁ Ἀβραὰμ Εὐθυμιάδης, δὲν «συνέραφε» (ὅπως ὁ ἴδιος συνήθιζε νὰ λέει) προϋπάρχουσες συνθέσεις, ἀλλὰ συνέγραφε ὁ ἴδιος, προσπαθώντας πάντα νὰ ζωντανέψει μὲ τὴ Μουσικὴ τὸ ποιητικὸ ἢ πεζὸ κείμενο-τροπάριο, δίχως νὰ ἀντιγράφει προγενεστέρους του. Αὐτὸ δὲν σημαίνει σὲ καμία περίπτωση ὅτι στὰ ἔργα του ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν μελικὴ παράδοση τῶν προηγουμένων αἰώνων καὶ μεγάλων της ψαλτικῆς διδασκάλων. Ἀπεναντίας δὲ πίστευε ὅτι ἡ Βυζαντινὴ Μουσικὴ ἦταν Ἁγία, ἀφοῦ δὲν ἦταν ἔργο κάποιου ἀνθρώπου κάποιας ἐποχῆς, ἀλλὰ ἀπαύγασμα πολυχρόνιας προσευχῆς ἁγίων καὶ ἐναρέτων ἀνθρώπων.

Γιὰ τὸν Ἀβραὰμ Εὐθυμιάδη ἡ ψαλμωδία δὲν ἦταν τραγούδι, δὲν ἦταν ἁπλῶς καὶ μόνο καλλιτεχνία. Ἦταν προπάντων προσευχή. Προσευχὴ ἐξιδανικευμένη, καλλιτεχνία μὲ προορισμὸ καὶ στόχο νὰ παλμοδοτεῖ τὶς πιὸ εὐγενεῖς ψυχικὲς χορδὲς γιὰ μεταρσίωση καὶ ἕνωση κατὰ τὴ Θεία Λατρεία μὲ τὸν Δημιουργό. Ἡ Ἑλληνοχριστιανικὴ Ὀρθοδοξολατρευτικὴ Μουσική, ὅπως ὁ ἴδιος συνήθως τὴν ἀποκαλοῦσε, ἦταν γι᾿ αὐτὸν οὐράνια, ἀγγελική, ἀνεπανάληπτη καὶ ἀναντικατάστατη.

Παρακαλοῦσε τοὺς συναδέλφους καὶ τοὺς μαθητές του, ποτὲ στὴ ζωή τους νὰ μὴ λησμονοῦν τὴν παραγγελία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς φωνάζει καὶ μᾶς νουθετεῖ «Τήρει τίνι παρίστασαι καὶ τί προσᾴδεις». «Ὅταν λέμε ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» (ἔλεγε) νὰ αἰσθανόμαστε τὴν ἀόρατη μὰ ὁλοζώντανη καὶ συνταρακτικὴ παρουσία τοῦ Κυρίου. Νὰ τὸ λέμε στὸν τόνο ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ποῦμε εὑρισκόμενοι «ἐνώπιος ἐνωπίῳ». Τὸ ἴδιο, φυσικά, ὅταν ἀναφερόμαστε στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τοὺς Ἁγίους καὶ γενικὰ σὲ κάθε περίπτωση. Μὲ τὶς ἀπαραίτητες αὐτὲς προϋποθέσεις ἡ φωνή μας, ἡ μελωδία μας γίνεται κατάλληλη γιὰ τὸ ἱερὸ λειτούργημα ποὺ διακονοῦμε καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ψάλλουμε «Φωναῖς Αἰσίαις» ὅπως ὑπαγορεύεται ἀπὸ τὸν ἐπιλύχνιο ὕμνο, τὸ «Φῶς ἱλαρόν». «Φωναῖς Αἰσίαις» εἶναι τονισμένη καὶ μελοποιημένη ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς παλαιοὺς μεγάλους δασκάλους ἡ μουσικῆς μας. Γι᾿ αὐτὸ ἔχουμε χρέος ἱερὸ νὰ τοὺς ἀκολουθοῦμε καὶ νὰ τοὺς μιμούμαστε. Καὶ μόνον κάτ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ψάλλουμε «ὡς δεῖ ψάλλεσθαι» καὶ ἐπιτυγχάνουμε τὴν τελειότερη ἀπόδοσή μας, «Θεῷ καὶ ἀνθρώποις» εὐάρεστη, νὰ συγκινούμαστε, νὰ μεταρσιωνόμαστε, νὰ πλησιάζουμε πιὸ πολὺ στὸ «θρόνο τῆς μεγαλωσύνης» τοῦ Κυρίου, νὰ συντελοῦμε στὴν μεταρσίωση καὶ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ πιστοῦ λαοῦ Του, ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιφορτίσει μὲ τὸ δύσκολο, ἱερὸ καὶ ἐπίζηλο καθῆκον νὰ ψάλλουμε «ἐξ ὀνόματός» του, σὰν στόμα δικό του».

Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ σεβαστοῦ Δασκάλου, ἦταν μία διδασκαλία καὶ συγχρόνως μιὰ μαθητεία, τόσο στὸ χῶρο τῆς μουσικῆς μας ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ. Ἦταν ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ φιλομαθής, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκε νὰ γίνει καὶ πολυμαθής. Δὲν δίσταζε νὰ ἐρωτᾶ ἀκόμα καὶ μικρὰ παιδία ὅταν ἔβλεπε ὅτι ἔχει κάτι νὰ διδαχθεῖ ἀπὸ αὐτά. Ἀκόμα καὶ στὴ μουσική, παρὰ τὴν τεράστια θεωρητική του κατάρτιση, δὲν ἦταν ποτὲ ἀπόλυτος καὶ δογματικὸς στὶς ἀπόψεις του. Ἤξερε νὰ ἀκούει καὶ νὰ σέβεται τὴν γνώμη τοῦ ἄλλου, ἀκόμα καὶ ἂν αὐτὴ ἦταν ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη μὲ τὴν δική του. Χαίρονταν νὰ ἀκούει κάτι νέο καὶ ἀπὸ αὐτὸ νὰ παίρνει ἐρέθισμα γιὰ περαιτέρω προβληματισμό, μελέτη καὶ ἔρευνα. Συνεχῶς μελετοῦσε, ἀναζητοῦσε καὶ δὲν δίσταζε νὰ παραδεχθεῖ τὸ λάθος του. Ὅταν πρὶν δέκα περίπου χρόνια τοῦ ζήτησα μία σειρὰ ἀπὸ τὸ «Τρίτομο Φωναῖς Αἰσίαις» τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ἀπέσυρε καὶ ἀντικατέστησε μὲ τὸ «Νέον Τετράτομον Φωναῖς Αἰσίαις» γιὰ κάποιον συνάδελφο, δὲν δίστασε καθόλου, ἀπεναντίας θὰ ἔλεγα, μὲ παῤῥησία μοῦ ἀπάντησε ὅτι «αὐτὰ εἶχαν πολλὰ λάθη καὶ ἐνῶ ἔχω, δὲν μπορῶ νὰ τὸ δώσω».

Προσπαθοῦσε ἀπεγνωσμένα νὰ βρεῖ συναδέλφους ποὺ νὰ ἦταν πραγματικοὶ «ΙΕΡΟΨΑΛΤΕΣ». Συνήθης ἦταν ὁ λόγος του, ὅτι τελευταῖος Ἱεροψάλτης ἦταν ὁ Κ. Πρίγγος. Ὄχι γιὰ τὴν καλλιφωνία ἢ τὶς γνώσεις του. Ἀλλὰ διότι τὴν ὥρα τῆς λατρείας, ἐπάνω στὸ ἀναλόγιο κατάφερνε νὰ ψάλλει προσευχόμενος καὶ μὲ κατάνυξη. Δίψαγε καὶ συγκινοῦνταν βαθύτατα ὅταν συναντοῦσε ἕναν τέτοιο «Ἱεροψάλτη». Ὅταν πρὸ δεκαετίας καὶ πλέον βρέθηκε στὸ Πατριαρχεῖο τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων νὰ κάθεται στὸ παραθρόνιο, δίπλα στὸν Ἄρχοντα κ. Λ. Ἀστέρη, συμψάλλοντας καὶ συμπροσευχόμενος καὶ ἄκουσε (κατὰ μαρτυρία τοῦ ἰδίου) τὸν τέως Ἄρχοντα Λαμπαδάριο κ. Β. Ἐμμανουηλίδη, νὰ ψάλλει τὸ Κοινωνικὸ «Λύτρωσιν ἀπέστειλε…» μὲ κατάνυξη, ἠρεμία, τάξη καὶ συντριβὴ καρδίας, δὲν δίστασε νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ δεξιὸ ἀναλόγιο, νὰ περάσει στὸ ἀριστερό, καὶ μὲ ταπείνωση νὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ τέως Ἄρχοντος Λαμπαδαρίου, ἀφοῦ στὸ πρόσωπό του καὶ στὸ ψάλλειν του, εἶδε καὶ ἄκουσε νὰ ἐνσαρκώνεται ὁ πραγματικὸς Ἱεροψάλτης.

Ἀνεξίτηλα θὰ παραμείνει χαραγμένη στὴν μνήμη καὶ τὴν καρδιά μου, ἡ εἰκόνα τοῦ ἀοίδιμου πλέον δασκάλου Ἀβραὰμ Εὐθυμιάδη, νὰ ψάλλει στὸ ἀναλόγιο τοῦ Ἱεροῦ Προσκυνήματος τοῦ Ἁγίου Νικολάου Σπάτα Ἀχαΐας, ὅπου ψάλλαμε ὅταν κατέβαινε στὴν Ἀμαλιάδα γιὰ νὰ περάσει λίγο καιρὸ μαζί μου, καὶ νὰ συγκλονίζεται καὶ νὰ μεταρσιώνεται κατὰ τὴν ὥρα τῆς λατρείας. Δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ δὲν κατάφερνε νὰ συγκρατήσει τὴ συγκίνηση καὶ τὴ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς του, ποὺ τὰ μάτια του ἀτενίζοντας τὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου βούρκωναν καὶ ἔτρεχαν δάκρυα. Κάθε Θεία Λειτουργία γι᾿ αὐτὸν ἦταν μοναδικὴ καὶ ἴσως καὶ ἡ τελευταία ὅπως ἔλεγε, γι᾿ αὐτὸ προσπαθοῦσε νὰ τὴ ζήσει μὲ ὅλο τοῦ τὸ εἶναι.

Στὴν προσωπική του ζωή, δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολικὸς ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ «κοσμοκαλόγερου», ἀφοῦ ἡ προσευχή, ἡ ἐγκράτεια, ἡ νηστεία, ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἄσκηση ἦταν γι᾿ αὐτὸν καθημερινὸ βίωμα. Λιτὸς καὶ ἀπέριττος κατὰ πάντα, ἀλλὰ μὲ μία εὐγένεια καὶ ἀρχοντιά, ποὺ πολὺ μεγαλοσχήμονες θὰ ζήλευαν. Ἀξιοπρεπὴς καὶ εὐγενὴς ἕως τὸ τέλος του, προσπαθοῦσε νὰ μὴν γίνεται βάρος σὲ κανέναν, ἀλλὰ καὶ δίχως νὰ προσβάλει καὶ νὰ στεναχωρεῖ κανέναν. Εἶχε σὰν ἀρχὴ στὴ ζωή του νὰ μὴν δέχεται δῶρα καὶ φιλοφρονήσεις ἀπὸ κανέναν. Τὰ ἀπέφευγε μὲ εὐγένεια καὶ μαεστρία ὑποδειγματική. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Βοηθοῦσε τοὺς πάντες ἀνιδιοτελῶς. Δὲν ἦταν λίγοι φυσικὰ αὐτοὶ (κυρίως συνάδελφοι) ποὺ στάθηκαν ἀπέναντι τοῦ ἀγνώμονες. Ὁ μακαριστὸς ὅμως δὲν τοὺς κρατοῦσε καμία πικρία καὶ ἐμπάθεια. Ποῖος ζήτησε τὴ βοήθειά του καὶ δὲν τὴν εἶχε ἁπλόχερα καὶ δίχως κανένα κόστος; Ποιὸς θὰ ξεχάσει ὅτι ἕως πρὸ μηνῶν δίδασκε στὸ σπίτι του φίλους καὶ μαθητές του, χωρὶς ποτὲ νὰ λάβει δραχμὴ ἀπὸ κανέναν; Χαριτολογώντας τοὺς ἔλεγε δέ, «εἶσαι χρεωμένος νὰ πᾶς στὴν κουζίνα καὶ νὰ φτιάξεις καφὲ νὰ πιοῦμε».

Ὁ Ἀβραὰμ Εὐθυμιάδης ἔζησε γιὰ τὴν Ψαλτικὴ καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν Ψαλτική. Ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους στὶς ἡμέρες μας, ἀνιδιοτελεῖς ἐργάτες τοῦ ἱεροῦ ἀναλογίου καὶ τῆς ψαλτικῆς τέχνης. Ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν ἐργασία του αὐτὴ δὲν προσπόριζε κάτι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἀπεναντίας καὶ τὴν σύνταξή του διέθετε γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπό. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ τὰ ἔσοδα ἀπὸ τὶς πωλήσεις τῶν βιβλίων του (παρότι τὰ ἔξοδα εἶχαν ἐπιβαρύνει τὸν ἴδιο, ἕως σημείου δανεισμοῦ του) πήγαιναν ὑπὲρ τοῦ Ἱεροῦ Κέντρου τῆς Ὀρθοδοξίας «ὡς τὸ εὐαγγελικὸν τῆς χήρας δίλεπτον», ὅπως ὁ ἴδιος ἔγραφε πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο σὲ σχετικὴ ἐπιστολή του (16η Μαΐου 1993). Τὸν στεναχωροῦσε βαθύτατα ἡ ἐκμετάλλευση καὶ ἡ καπήλευση τῆς Ἱερῆς τοῦ Δαμασκηνοῦ τέχνης ἀπὸ πολλούς. Ὅταν δὲ αὐτὸ γίνονταν ἀπὸ μοναχούς, ὅπως συνέβη τὸ 1990 μὲ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δὲν δίσταζε νὰ τοὺς ἐπιτιμήσει αὐστηρὰ καὶ νὰ προσπαθήσει νὰ τοὺς νουθετήσει πρὸς ὄφελος καὶ τῆς μουσικῆς ἀλλὰ καὶ τῶν ἰδίων, κάνοντας δὲ χρήση τοῦ ἀξιώματός του, (ἀπὸ τὶς λιγοστὲς φορές) ὡς «Ὁ Ἄρχων Μουσικοδιδάσκαλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».

Ὁ σεβαστὸς δάσκαλος ἔτρεφε ὅλος ἰδιαιτέρως μεγάλο σεβασμό, πραγματικὴ ἀγάπη καὶ ὑπερβάλλουσα ἀφοσίωση καὶ ἐμπιστοσύνη σὲ δυὸ Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας. Τοὺς θεωροῦσε πραγματικοὺς ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου, ποὺ μὲ τὸ λόγο, τὸ ἔργο καὶ κυρίως τὴ ζωὴ τοὺς ἐνσάρκωναν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ πρῶτος ἦταν ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος τοῦ ὁποίου θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του πραγματικὸ «δοῦλο» καὶ παντοτινὸ ἐργάτη καὶ ὁ δεύτερος ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἠλείας κ.κ. Γερμανός. Ἀντιπροσωπευτικὴ τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν Μητροπολίτη Ἠλείας ἦταν ἡ εὐχή του μετὰ τὴν χειροτονία μου: «νὰ ζήσεις (μοῦ εἶπε) καὶ νὰ μοιάσεις στὸ Δεσπότη σου».

Ὁ Ἀβραὰμ Εὐθυμιάδης ἦταν πολὺ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐγὼ κατάφερα σὲ αὐτὲς τὶς λίγες γραμμὲς νὰ ἀποτυπώσω. Ἦταν ἕνα μοναδικό, ἀλλὰ ἂς ἐλπίσουμε ὄχι ἀνεπανάληπτο πρότυπο γιὰ τοὺς ἐργάτες τοῦ Ἱεροῦ Ἀναλογίου. Κατάφερε νὰ συγκεράσει στὸ πρόσωπό του τὸ μεγάλο Πρωτοψάλτη, μὲ τὸν ἁπλὸ ἐργάτη τοῦ ἀναλογίου, τὸν ἐμβριθέστατο Δάσκαλο, μὲ τὸν παντοτινὸ μαθητή, τὸν Ἄρχοντα, ποὺ στὴ ζωή του ὑπῆρξε πιὸ ἁπλὸς καὶ λιτὸς ἀπὸ τοὺς περισσότερούς μας, τὸν πολυγραφότατο μελοποιὸ καὶ θεωρητικό, μὲ τὸν ταπεινὸ ἄνθρωπο ποὺ τολμοῦσε νὰ ὁμολογήσει ὅτι αὐτὰ δὲν ἦταν δικά του ἀλλὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὅλη του ζωὴ ὅπως καὶ ἡ κοίμησή του ὑπῆρξε ἁπλή, λιτή, ὁσιακὴ καὶ μεστὴ ἐργασίας καὶ προσευχῆς πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ ὄχι τοῦ ἰδίου, ὅπως στὶς ἡμέρες μας ἔχουμε συνηθίσει.

Ὅσοι ἀξιωθήκαμε νὰ ζήσουμε κοντά του, νὰ ἀφουγκραστοῦμε τὰ σκιρτήματα τῆς ἁγίας του ψυχῆς, θὰ τὸν ἐνθυμούμαστε πάντοτε στὴ μνήμη καὶ τὶς προσευχές μας. Ἂς ἔχουμε τὴν εὐχή του ὅλοι μας καὶ ἂς προσευχηθοῦμε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ποὺ μὲ τόση ἀγάπη ὕμνησε στὴν παροῦσα ζωή του καὶ ἕως τῆς ἐπιθανατίου κλίνης, ἂς τὸν ἀναπαύει «μετὰ τῶν Ἁγίων, τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων».

Αἰωνία σου ἡ μνήμη σεβαστὲ καὶ ἀγαπημένε δάσκαλε, φίλε καὶ πατέρα
ΑΒΡΑΑΜ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ
Ἄρχοντα Μουσικοδιδάσκαλε τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας

π. Γεώργιος Ἀνδρ. Σταθόπουλος
Ἀρχιδιάκονος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἠλείας