Στ. 865-879 Γραφὴν σὲ γράφω ἐρωτικήν, γραφὴν ὡς ἀπὸ πόθου· ἅπλωσε, πιάσε, ἀνάγνωσε, μὴ τὴν περιφρονήσῃς. Γνώρισε, κόρη ὀρωτική, μυριοχαριτωμένη· ἐμέν, τὸν οὐκ ἐτρώσασιν κοντάρια ἢ σπαθία, τὸ βλέμμα σου μὲ ἐφλόγισεν καὶ ἐκατεδούλωσέ με, τὰ ὀμμάτια σου τὰ ὀρωτικὰ ἐπήρασι τὸν νοῦν μου, καὶ δοῦλο μὲ κατέστησαν, δοῦλον δεδουλωμένον. Παρακαλῶ σε, ὀρωτική, ἐξαίρετη κουρτέσα, τὸν Ἔρωτα νὰ δέξεσαι μεσίτην τῆς ἀγάπης· ποσῶς μὴν ἀλαζονευτῇς καὶ θέλεις με φονεύσειν, ἀλλὰ συγκλίθητι μικρόν, πόνεσε πόθου πόνον καὶ τὴν καρδιά μου δρόσισον· πολλά ῾ναι φλογισμένη. Εἰ δὲ πολλάκις ἄκλιτος τοὺς ἔρωτας μὴ θέλῃς ἐγὼ νὰ σύρω τὸ σπαθὶν νὰ σφάξω τὸ κορμίν μου, καὶ πίστευσέ με, αὐθέντριά μου, θέλουν σέ κατακρίνει. Στ. 956 Στ. 1223 Στ. 1540 |
ΜΕΤΑ ΓΟΥΝ ΑΛΛΑ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΤΩΝ ΕΡΩΤΟΧΑΡΙΤΩΝ, ΟΣΑ ΜΑΝΘΑΝΕΙ ΦΥΣΙΚΩΣ ΕΡΩΤΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑ, ΕΣΕΒΗΣΑΝ ΕΙΣ ΤΟ ΛΟΥΤΡΟΝ, ΕΛΟΥΣΘΗΣΑΝ ΕΚΕΙΝΟΙ. ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΥΤΡΟΥ ΤΑΣ ΗΔΟΝΑΣ ΚΑΙ ΤΑΣ ΕΝ ΤΟΥΤΩι ΧΑΡΕΙΣ Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΝΗ ΔΥΝΕΤΑΙ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΛΕΓΕΙΝ· ΧΕΙΡ Δ᾿ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΙ ΘΝΗΤΗ ΚΑΙ ΚΑΛΑΜΟΣ ΕΝ ΤΑΥΤΗι ΛΕΓΕΙΝ ΚΑΙ ΓΡΑΦΕΙΝ ΗΔΟΝΑΣ ΤΟΣΑΥΤΑΣ ΟΥΚ ΙΣΧΥΣΕΙ, ΟΠΩΣ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΑΣ ΠΛΗΓΑΣ ΕΜΑΛΑΣΣΕΝ ΕΚΕΙΝΟΣ ΚΑΙ ΔΡΟΣΙΣΜΟΝ ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ ΕΚ ΤΩΝ ΜΩΛΩΠΩΝ ΕΙΧΕΝ ΚΑΙ ΓΛΥΚΑΣΜΟΝ ΚΑΙ ΔΡΟΣΙΣΜΟΝ ΕΚ ΦΙΛΗΜΑΤΩΝ ΕΙΧΕΝ ΚΑΙ ΚΟΡΟΝ ΟΥΚ ΕΛΑΜΒΑΝΕ ΤΩΝ ΗΔΟΝΩΝ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ. ΕΒΛΕΠΕ· ΒΛΕΠΩΝ ΗΔΟΝΗΣ ΦΥΛΛΟΝ ΓΛΥΚΥΝ ΕΤΡΥΓΑ, ΕΙΠΑ ΤΙ ΚΑΙ ΓΛΥΚΥΤΕΡΟΝ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΓΛΥΚΥΤΕΡΩΝ. ΚΑΙ ΧΑΡΙΤΕΣ ΕΔΟΥΛΕΥΣΑΝ ΤΑ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΛΟΥΣΘΗΣΑΝ ΕΚΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΤΕ· ΚΑΙ ΤΑΣ ΕΡΩΤΟΧΑΡΙΤΑΣ ΑΠΑΣ ΕΞΑΘΑΜΒΗΘΗ. ΤΙΣ ΓΟΥΝ ΚΑΙ ΠΟΤΑΠΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΝ ΧΑΡΙΝ ΕΙΠΗ; ΟΥΔΕΙΣ ΤΟΣΑΥΤΑΣ ΧΑΡΙΤΑΣ ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΕΙ ΛΕΓΩΝ. |
ἐσέναν θέλω, κύριε μου, ἐσέναν θέλω ἄνδρα ἐσέν᾿ θέλ᾿ ἡ καρδιά μου καὶ σύ ῾σ᾿ ὁ ποθητός μου. Οὐκ ἔχει μέρος μετ᾿ ἐμοῦ ἄλλος τινὰς εἰς τὸν κόσμον. |
Πέρδικα σ᾿ ἔχω ὁλόχρυση, τρυγόνα μου ζευγάρι καὶ ἀηδόνα μουσικὴ εἰς τὸ χρυσόν κλουβίον· περιστέρα μου πάνλευκη καὶ μῆλον μυρωδάτον· τριανταφυλλιά μου κόκκινη, βασιλικὸς μὲ τ᾿ ἄνθη καὶ κυπαρίσσι μου λυγνόν, αὐγερινὲ ποὺ λάμπεις. |
Ζηλεύουν τὴν ἀγάπην μας οἱ καλοθελητάδες καὶ βάλλουν λόγια μέσα μας, θέλουν νὰ μᾶς χωρίσουν· ἐμένα νὰ χωρίσουσιν καὶ σὲ νὰ δώσουν ἄλλον |
όπου βλέποντας η αλεπού κι ο λύκος έναν γάιδαρο, τον οποίο είχε αφήσει λίγο να ξεκουραστεί το αφεντικό του, μόνο του, τον αναγκάζουν να μπη μαζί τους σε μια βάρκα, δήθεν για να ταξιδέψουν στην Ανατολή. Ο γάιδαρος αρχικά τούς λέει ότι τους σκύλους του αφεντικού του «οι λύκοι κι όλα τα θεριά τρέμουσι σαν το ψάρι». Η αλεπού του απαντά μεταξύ άλλων (στ. 99-112):
μηδὲν ξυλοσοφᾷς πολλὰ ὅτι χωριάτης εἶσαι, στέκου αὐτοῦ καὶ σώπαινε ὡσὰν χοντρὸς ὁπού ῾σαι. μηδὲν θαῤῥῇς, κὺρ γάδαρε, ὅτι εἴμεστεν ἐργάταις, ἀπὸ κεινοὺς τοὺς ἄγροικους καὶ τοὺς κακοὺς χωριάταις. ἐγῷμαι ἀστρονόμισσα, ἐγῷμαι καὶ μαθεῦτρα. ἐγῷμαι διδασκάλισσα τοῦ λόγου καὶ τοῦ μύθου, κι αὐτὸν τὸν νομοκάνονα ἠξεύρω τον ἐκ στήθου. καὶ σὺ γελᾷς μας φανερὰ ὀμπρὸς ῾σ τὸ πρόσωπόν μας, ποὺ θέλομε νὰ σ᾿ ἔχωμεν ἐδῶ γιὰ ῾πίτροπόν μας. μὰ τὴν ἀλήθεια, πρέπει σου νὰ παιδευθῇς μεγάλως, γιατί δὲν ἔχεις σύστασιν ἀπάνω σου οὐδὲ κάλλος. ἀλλ᾿ ἐπειδ᾿ εἶσ᾿ ἀπαίδευτος, ὡς φαίνεται τὸ πρᾶμμα, τὸ πῶς δὲν ἔχεις φρόνεσιν οὐδὲ κατέχεις γράμμα. |
Θέλοντας και μη, ο γάιδαρος τούς ακολουθεί. Όμως στο ταξίδι ξεσπά τρικυμία και, καταλαβαίνοντας πως ήρθε το τέλος τους, αρχίζουν το καθένα ζώο να εξομολογείται στα άλλα τις αμαρτίες του. Η αλεπού εξομολογείται, μεταξύ άλλων, τα εξής (στ. 251-310):
καὶ χήρα μιὰ κακότυχη καλὰ οὐδὲν ἐθώρειε, νὰ γνέθῃ δὲν ἐδύνετο, νὰ κάτσῃ δὲν ἠμπόρειε, καὶ σπίτι δὲν ἐπόταζεν, ἀμμ᾿ εἶχε μιὰν μπαράκα, εἶχε ὄρνιθα παχειὰ, τὴν ἔλεγε Καβάκα. αὐγὰ ἐγέννα δίκροκα, χοντρὰ παρὰ τὴν φύσι, νὰ παραβγῇ τὴν πόρταν της δὲν ἤθελε ν᾿ ἀφήσει. τὴν γρᾶν ἐπιβουλεύουμουν καὶ θώρουν την σὰν Χάρο. ῾ς τὸν νοῦν μου μέσα λόγιασα τὴν ὄρνιθα νὰ πάρω. βλέπω, περιεργάζομαι, γάτα καὶ ἦτον γραῖα, κ᾿ εἶχε τὴν τρίχα κόκκινην καὶ τὴν οὐρὰ μακρέα. ἡ γραῖα τοὖχεν ὄνομα Περδίτζη νὰ τὸν κράζῃ, εἰς τὸ μαλλὶ, εἰς τὴν οὐράν, ὅλως ἐμὲν ὁμοιάζει. ἀγάπα καὶ τὴν ὄρνιθα, ἀγάπα τὸν Περδίτζη, κι ὡσὰν παιδιά της τἄβλεπε, ἀγώρι καὶ κορίτσι. κ᾿ ἕνα βραδὺ στοχάζομαι πῶς ἔλειπεν ὁ γάτης. κι ἀντὶς τὸν γάτον πῆγα ῾γὼ καὶ κάθισα κοντά της. Καὶ βλέπει με ἡ κακογρᾶ, θαῤῥεῖ, ὁ γάτος εἶναι, «ἂς τὸν ταγίσω», λέγει δὰ, «καὶ πεινασμένος εἶναι». καὶ πιάνει με ἡ ἄθλια καὶ θὲ νὰ μὲ φιλήσῃ, νὰ μὲ ταγίσῃ τίποτες καὶ νὰ μὲ κανακίσῃ, σὰν εἶχε τὴν συνήθεια νὰ κάνῃ μὲ τὸν γάτον, καὶ μένα ἡ καρδία μου ἔτρεμε καὶ κλονᾶτον, μήπως αὐτὴ ἡ κακογρᾶ λάχῃ καὶ μὲ γνωρίσῃ, καὶ πιάσῃ με ῾πὸ τὸν λαιμὸν καὶ σχίσῃ καὶ μὲ πνίξῃ. πλὴν ἡ εὐχὴ τῆς μάννας μου καὶ τοῦ καλοῦ πατρός μου μοῦ βώθησε κ᾿ ἡ κακογρᾶ ἐβγῆκεν ἀπομπρός μου. τότες ἐγὼ σηκόνομαι μὲ τὴν ῾πιδεξιοσύνην καὶ σύμονα τῆς ὄρνιθας μὲ τὴν ταπεινοσύνην. εὐθὺς ἁπλόνω, πιάνω την κάτωθεν τῆς τραπέζης, καὶ λέγει μου ἡ κακογρᾶ «ἄς τηνε, καὶ μὴ παίζῃς». ἐγὼ τὴν ἐκωλόσυρνα ἐκείνην τὴν Καβάκα, καὶ κείνη ἐφτερούγιασε καὶ κράζει «κάκα, κάκα». ἐφώναζεν ἡ ὄρνιθα, ἡ γραῖα ἀπ᾿ ὀπίσω «Περδίτζη μου, καὶ γύρισε, Περδίτζη, στρέψ᾿ ὀπίσω.» κι ἀπὸ τὴν βιά μου τὴν πολλὴ ἐκόπ᾿ ἡ δύναμί μου, ὁ ἵδρωτάς μου ἔτρεχε ἀπ᾿ ὅλο τὸ κορμί μου. λοιπόν ὡσὰν ἀπέσωσα εἰς τὸ βουνὶ ἀπάνω, ἐκάθισα ν᾿ ἀναπαυθῶ, καμπόσο ν᾿ άνασάνω, γιὰ νὰ γροικήσω καὶ τὴν γρᾶν αὐτὴν τὴν κακομοίραν, αὐτὴν τὴν κακομάζαλην κατακαϋμένην χήραν. πολλὰ ἐκείνη ἔκλαψε, μεγάλα ἐλυπήθη, ὁλονυκτὶς ἐδέρνετο, ποσῶς δὲν ἐκοιμήθη. λοιπὸν τῆς γραίας μ᾿ ἔπιασαν τὰ λόγια κ᾿ ᾑ κατάραις, καὶ μεταγνώθω τὰ κακὰ ὁπῶ ῾χω καμωμένα, καὶ πῶς δὲν ἔχω παντελῶς ἀπ᾿ αὖτα δουλεμένα. καὶ ἀναβαίνω ῾ς τὸ βουνὶ νὰ ῾πῶ τὴν προσευχή μου, πρὸς τὰ κακὰ, τὰ ἔκαμα, νὰ σώσω τὴν ψυχή μου. ἐνδύνομαι τὰ ῥάσα μου, κουρεύομ᾿ ἀπατή μου, βαστῶ σταυρὸν καὶ πατερμᾶ, φορῶ καὶ το μαντί μου, καὶ δείχνω μεγαλόσχημη καὶ ῾μοιάζω σὰν ῾γουμένη. κ᾿ εἰς τὴν καρδιά μου πονηριὰ ποσῶς δὲν ἀπομένει». ἰδὼν ὁ λύκος ἀληθῆ καὶ καθαρὰν καρδίαν, τὴν πρὸς θεὸν εὐλάβειαν καὶ τὴν ἐξαγορίαν, καὶ σπλαχνικὰ ἐδάκρυσε καὶ ἐλυπήθηκέ την, ἄνοιξε ταῖς ἀγκάλαις του καὶ προσεδέκτηκέ την. «ἄμε, σοῦ λέγω σήμερον, νᾆσαι εὐλογημένη, κι ἀπ᾿ ὅλα σου τὰ κρίματα νᾆσαι συγχωρεμενη». λέγει καὶ ταῦτα πρὸς αὐτὴν «κυρία μου μεγάλη, λαμπάδα εἶσαι ἀναφτὴ, μὲ δίχως μανουάλι. |
Ἀπὸ μικροῦ μὲ ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου τέκνον μου, μάθε γράμματα, κι ὡσὰν ἐσέναν ἔχει, βλέπεις τὸ δεῖνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει, καὶ τώρα ἔν᾿ διπλοεντέλητος καὶ παχυμουλαράτος Αὐτὸς μικρὸς οὐδὲν
εἶδεν τὸ τοῦ λοετροῦ κατώφλιν, Καὶ ἔμαθον τὰ γραμματικὰ μετὰ πολλοῦ τοῦ κόπου. Γείτονα ἔχω πετσωτήν, ψευδοτσαγγάρην τάχα, |
Γείτοναν ἔχω κοσκινᾶν, φάρσωμα μᾶς χωρίζει, καὶ βλέπω τὴν ἱστίαν του, πῶς συχνοφλακαρίζει, καὶ πῶς πολλάκις τῶν κρεῶν τὴν τσίκναν ἀπολύει· πῶς δ᾿ αὖ εἰς τὴν ἀνθρακιὰν τὴν φοβερὰν ἐκείνην κείμενα βλέπω, βασιλεῦ, τὰ πλήθη τῶν ἰχθύων· καὶ ἐγὼ τσικνώνω διὰ ψωμίν, ζητῶ καὶ οὐδὲν μὲ δίδουν, ἀλλ᾿ ὀνειδίζουν ἅπαντες καὶ καθυβρίζουσί με, λέγοντες, «φάγε γράμματα καὶ χόρτασε, παπᾶ μου.» |
Κἂν φαίνωμαι γάρ, δέσποτα, γελῶν ὁμοῦ καὶ παίζων, ἀλλ᾿ ἔχω πόνον ἄπειρον καὶ θλῖψιν βαρυτάτην, καὶ χαλεπὸν ἀρρώστημα, καὶ πάθος, ἀλλὰ πάθος! Πάθος ἀκούσας τοιγαροῦν μὴ κήλην ὑπολάβῃς, μηδ᾿ ἄλλο τι χειρότερον ἐκ τῶν μυστικοτέρων, μὴ κερατᾶν τὸ φανερόν, μὴ ταντανοτραγάτην, μὴ νόσημα καρδιακόν, μὴ περιφλεγμονίαν, μὴ σκορδαψόν, μηδ᾿ ὕδερον, μὴ παραπνευμονίαν, ἀλλὰ μαχίμου γυναικὸς πολλὴν εὐτραπελίαν. Καὶ θέλω δεῖξαι προφανῶς τὴν ταύτης μοχθηρίαν «Ποῖον ἱμάτιον μ᾿ ἔρραψας; ποῖον δίμιτον μὲ ἐποῖκες; Ἐγὼ ἤμην εὐγενικὴ καὶ σὺ πτωχὸς πολίτης Ἐγὼ κρατῶ τὸ ὀσπίτιν σου καὶ τὴν ὑποταγήν σου καὶ σὺ καθέζεσαι ὡς πωλὶν χασμένον εἰς τὸ βρῶμα, Ἡ δὲ τὰς ἀποκρίσεις μου μὴ καταδεχομένη μικρολαλεῖν ἀπήρξατο καὶ συχνομουρμουρίζειν. Ὡς δὲ αὐτή, θεόστεπτε, πρὸ τῶν λοιπῶν ἁπάντων, καὶ μονοκύθρον μ᾿ ἔδωκε καθ᾿ ὕπνους μυρωδία,
|
(Ο δυστυχής Πρόδρομος χάρηκε βλέποντας να ετοιμάζουν το τραπέζι. «Ἐλπίζων, λέγει, νὰ μὲ κράξουσι νὰ κάτσωμεν νὰ φᾶμεν». Αλλά μάταια. Έτσι, μεταμφιέζεται σε Ρώσσο προσκυνητή, ώστε να τον δεχτούν στο σπίτι του, ως ξένο)
«Ἀφῆτέ τον, λέγει ἡ μήτηρ πρὸς τὰ τέκνα, πτωχὸς ἔνι, καράνος, πελεγρῖνος» Ἡμερωθέντων τοιγαροῦν τῶν παίδων παραυτίκα ἀνέβηκα τὴν σκάλαν μου τῇ τούτων ὁδηγίᾳ, καὶ εὐθὺς πηδήσας καὶ εἰσελθὼν, καὶ προτραπεὶς καθίσαι, τὸ πότε νὰ μὲ κράξωσιν νὰ φάγω προσεδόκουν, καὶ μόλις εἶδον πίνακα ζωμὸν ἔχοντα πλεῖστον, καὶ ὀλίγον ἀπὸ τὸ παστὸν καὶ θρύμματα μεγάλα, καὶ δράξας εἰς τὰς χεῖράς μου ηὔφρενεν ἡ καρδιά μου, ζωμὼν ἰδὼν τὸν περισσὸν καὶ τὰ χοντρὰ κομμάτια. Τοιαῦτα πέπονθα δεινά, κρατάρχα στεφηφόρε, παρὰ μαχίμου γυναικὸς καὶ τρισαλητηρίας. Ὡς εἶδέ μοι κενώτατα ἐλθόντα πρὸς τὸν οἶκον. Ἂν οὖν μὴ φθάσῃ μὲ τὸν σὸν φιλεύσπλαχνον, αὐτάναξ, καὶ δώροις καὶ χαρίσμασι, τὴν ἄπληστον ἐμπλήσῃς. Τρέμω, πτοοῦμαι, δέδοικα μὴ φονευθῶ πρὸ ὥρας, καὶ χάσῃς σου τὸν Πρόδρομον, τὸν κάλλιστον εὐχέτην. |
-Στο παρακάτω ποίημα ο Πρόδρομος περιγράφει τα δεινά του ως καλόγερου. Για κάθε μικρό παράπτωμα, τιμωρείται.
Ὅταν ἐξέλθω γὰρ μικρὸν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας, ἂν ῥᾳθυμήσω πώποτε καὶ λείψω ἀπὸ τὸν ὄρθρον, οὐ φέρειν ὅλως δύναμαι τὰς προσταγὰς ἐκείνων· τὸ ποὺ ἦτον εἰς τὸ θυμιατόν; ἂς βάλῃ μετανοίας· τὸ ποὺ ἦτον εἰς τὸ κάθισμα; ψωμὶν μηδὲν τὸν δώσουν· τὸ ποὺ ἦτον εἰς τὸν ἐξάψαλμον; κρασὶν μηδὲν τὸν δώσουν· ποὺ ἦτον εἰς τὸν ἑσπερινόν; ἂς τὸν ἐκβάλλουν ἔξω. |
-Τέλος, σκαρφίζεται διάφορες δικαιολογίες ώστε να βγαίνει τακτικά έξω απ᾿ το μοναστήρι, επειδή το θέλει κι όχι όποτε τον στέλνουν για θελήματα:
Καὶ πρόσχες καὶ τὴν δύναμιν τοῦ ψεύδους ἵνα μάθῃς, καὶ νὰ γελάσῃς τῶν πολλῶν ἐφευρημάτων λόγους. «Πάτερ, πετσὶν οὐδὲν ἔχω, νὰ ἀναβῶ νὰ ἀγοράσω, καὶ μελανίτσιν ὀλίγον καὶ τώρα εἶα ποὺ φθάνω. Πάτερ, πανίτσιν ἔδωκα προχθὲς εἰς τὸν βαφέα, νὰ ὑπάγω νὰ ζητήσω το, καὶ τώρα εἶα ποὺ φθάνω. Πάτερ, αὑς λέγουν, ἐκ παντὸς ψυχομαχεῖ ὁ ἀδελφός μου ἂς ἔβγω, ἂς δράμω νὰ ἰδῶ, καὶ τώραν εἶα ποὺ φθάνω.» Ταῦτα λαλοῦντες ἔχομεν μικρὰν παρηγορίαν καὶ ἐκ τῆς μονῆς ἐκβαίνοντες βλέπομεν καὶ τὸν κόσμον. |
-Εδώ ο Πρόδρομος διαπιστώνει την χαμηλή θέση στου στο μοναστήρι
ἐκεῖνος ἔν᾿ πρωτοπαπᾶς, σὺ δὲ ἐκκλησιάρχης, ἐκεῖνος διηκόνησεν εἰς τὴν μονὴν πολλάκις, καὶ σὺ ἔβοσκες τὰ πρόβατα καὶ ἔδιωχνες τὰς κορῶνας, αὐτὸς ψηφίζει πέρπυρα καὶ γράφει στρογγύλα, σὺ δὲ ψηφίζεις φάβατα καὶ γράφεις κονιδᾶτα, σὺ περιτρέχεις τὰς ὁδοὺς πεζὸς μετὰ τσαγγίων, αὐτὸς δὲ καβαλλάριος διηνεκῶν ὁδεύει. |
Ἄρχοντες νὰ ἠξεύρετε μικροί τε καὶ μεγάλοι: ὁ μεθυστὴς ἐξύπνησε, τρίβει τοὺς ὀφθαλμούς του. Κίτρινον εἶδεν οὐρανὸν γεμάτον πεταλούδας· μὲ τὸ πηγούνι τὲς μετρᾷ, φυσᾷ κι᾿ ἀναχασμᾶται. Πιθάριν μου γλυκύτατο, λιθάριν λυχνιτάριν, πιθάριν μου ἐκλαμπρότατον, καλῶς ἱστορισμένο, τῆς λύπης ἡ παρηγοριά καὶ τῆς χαρᾶς ἡ δόξα, αὐθεντικὸν τὸ σχῆμα σου, φιλόσοφος ἡ γνώμη. Καλῶς ἐπλάσθης ἐξ ἀρχῆς εἰς σχῆμα τοῦ ῥοδίου. Ὡς γοῦν τὸ ῥόδον δροσερὸν κοκκινοπορφυρίζει καὶ γέμει τὴν γλυκήτητα, τὴν δρόσον τοῦ λαιμοῦ μου. Εἰς τοῦτο μόνον μὲ λυπεῖς, πὼς οὐκ αὐξάνεις, κλῆμα, νὰ ὑπερβῇς τοῦ Ἀραρὰτ τὰ ὑψηλὰ τὰ ὄρη. Ἐλαίαν τὴν καλόκαρδον θαυμάζουσιν οἱ πάντες, Στίχ. 22-34 Στίχ. 91-93 |
Πέμπτη στάσις. Αἱ γενεαὶ πᾶσαι.Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, ὅλοι καθυβρίζουν σπανὸν τὸν τραγογένην. Αἱ χεῖρες σου καὶ αἱ πόδες σου ἐξεράθησαν. Τὰ διαβήματα τοῦ σπανοῦ κόψει ὁ Χάρος. |
(14ος αι.), στ. 122-180, όπου γίνεται σύναξη όλων των ζώων υπό τον βασιλιά (λιοντάρι), και κατά την οποία τα ζώα αρχίζουν να αλληλοκατηγορούνται, ώσπου τελικά αλληλοφαγώνονται. Εδώ έχουμε αλληλοκατηγορίες μεταξύ ποντικού και «κάτη» (γάτου).
Πρῶτον εὐθὺς ὁ ποντικὸς ἐστάθη εἰς τὸ μέσον καὶ οὕτως ἀπεφθέγξατο μέσον τοῦ συνεδρίου: «Εἴ τις καλὸς καὶ ἀπόκοτος, ἂς ἔλθῃ εἰς τὸ μέσον». Ἀψός, γοργὸς ἐπήδησεν ὁ ταπεινὸς ὁ κάτης καὶ ἐλοιδόρησεν αὐτὸν λέγων τοιούτους λόγους: «Μακρόουρε, μακρόμυτε, μεγαλομουστακάτε, τί μοῦ σεῖς τὸ μουστάκιν σου ἀπάνω τε καὶ κάτω; ἔνθεν κἀκεῖθεν θεωρεῖς νὰ εὕρῃς τρύπα νά ῾μπῇς, τζουκαλογλείφτη, τυροφᾶ καὶ ψωμοκαταλύτη, μαγαρισμένε ποντικέ, ὁποὺ μιαίνεις πάντα, τὰ σύκα, τὰ σταφίδια, τ᾿ ὀξύφαλον, τὸ γάλα, κρέας, ὀψάριν καὶ ἀγνὰ καὶ ὅσα τὰ τοιαῦτα, σιτάριν καὶ τὰ ὄσπρια καὶ ὅσα τούτων εἴδη καὶ ἄλλα πάμπολλα καλὰ τὰ τρώγουν οἱ ἀνθρῶποι· τὰ μὲν ἐσθίεεις, μυσαρέ, τὰ δὲ οὐρεῖς καὶ χέζεις, τὰ δ᾿ ἄλλα μὲ τοὺς πόδας σου σκορπᾷς καὶ καταχύνεις. Ἂν εὕρῃς δὲ ἀσκέπαστον ῥογὶν μὲ τὸ ἐλάδιν, χαλᾷς κάτω τὴν οὔρην σου καὶ σύρνεις τὸ ἐλάδιν καὶ λείχοντα τὴν οὔρην σου κοιλίαν σου χορταίνεις. Ἐδὰ κρατεῖ μ᾿ ὁ βασιλεύς, ἐδὰ κρατεῖ μ᾿ ὁ ὅρκος, ἀλλὰ καὶ τὰ στοιχήματα ὅλης τῆς συντροφίας. Ἀμὴ νὰ πήδησα δαμὶν μικρὸν πηδηματίτζιν νὰ εἶδες, σκατοποντικέ, γυρίσματα τοῦ κάτου, πῶς νὰ σὲ ἥρπαξα γοργόν, πῶς νὰ σὲ ἐμασίστην, τὰ ταπεινὰ τὰ δόντια μου πῶς νὰ σὲ τραγανίσαν καὶ πῶς νὰ ἐρρουκάνισα σφικτὰ τὴν κεφαλήν σου, νὰ πήδεσεν ὁ κῶλος σου, ἔξω νὰ ἐκρεμάστῃ κ᾿ οἱ κόρες τῶν ὀμμάτων σου, τὰ ἔντερά σου ὅλα». Τότε πάλιν ὁ ποντικὸς εὐθὺς ἀπιλογεῖται καὶ λόγους ἐπεχείρησεν τοιούτους νὰ τοῦ λέγῃ: «Μεγάλως ὑπεραίρεσαι, μεγάλως καὶ καυχᾶσαι. Λέγεις ἐμὲν καὶ λοιδωρεῖς ὅτι μιαίνω πάντα, τὰ βρώματα καὶ πόματα καὶ εἴδη τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἂν τρώγω, κάτη κάκιστε καὶ στακτοκυλισμένε, δίκαιον ἔχω, μυσαρέ, καὶ εὔλογον νὰ τρώγω· ζῷον γὰρ ἄγριον εἰμὶ καὶ ἀνήμερον παντάπαν, ἀκμὴν καὶ ἀκολάκευτον ἀπὸ παντὸς ἀνθρώπου. Σὺ δὲ αἰσχρέ, παμμίαρε, ἀλευροκαταχέστη, ἐκεῖ ποὺ σὲ ταγίζουσιν, ἐκεῖ ποὺ σὲ ποτίζουν καὶ ἀγαποῦν καὶ ἔχουν σε καὶ ὁμαλίζουσίν σε, διατί τὰ κλέπτεις, ἄτυχε, κρυφὰ καὶ καταλεῖς τα καὶ ἄλλα τρώγεις ἄτζαλα καὶ ἄλλα μαγαρίζεις; Καὶ ἐκεῖνα τὰ ποιεῖς ἐσὺ λέγεις τα πρὸς ἐμένα; Ἀλὶ καὶ ἂν σὲ εὕρουσιν, ἀλὶ καὶ ἂν σὲ πιάσουν, ὅταν σκάπτῃς τὰ ἄλευρα καὶ χέζῃς καὶ μιαίνῃς κ᾿ εἰς τὸ κεχρὶν κ᾿ εἰς τὰ κουκιὰ κ᾿ εἰς ἅπαντα τὰ εἴδη, χέζεις καὶ τὴν παραγωνίαν καὶ χώνεις μὲ τὴν στάκτην ὅταν ταῦτα σὲ εὕρωσιν ποιοῦντα οἱ ἀνθρῶποι, νὰ εἶδες ῥαβδιὲς καὶ ματζουκιὲς ἀπάνω στὰ πλευρά σου. Καὶ νὰ σὲ κροῦν καὶ νὰ τζιλᾷς, νὰ κλάνῃς καρυδάτα· πολλάκις εἰς τὴν κεφαλὴν νὰ τύχῃ νὰ σὲ δώσουν καὶ νὰ ψοφήσῃς, ἄθλιε, καὶ νὰ σὲ ῥίξουν ἔξω εἰς τὴν κοπρίαν, ἄτυχε, καὶ νὰ σὲ φᾶν οἱ χοῖροι. Εἰ δὲ καὶ ζῇς καὶ περπατῇς καὶ εἶσαι εἰς τὸν κόσμον καὶ εὕρῃ σε σκύλος κυνηγὸς καὶ νὰ σὲ κυνηγήσῃ, νὰ τινάξῃ τὴν γοῦναν σου, νὰ κόψῃ τὴν ὀφρύν σου καὶ τὴν ἀλαζονείαν σου καὶ ὅλην τὴν ἔπαρσίν σου». Πληρώσας δὲ ὁ ποντικὸς ὅλους τοὺς λόγους τούτους ἀπῆλθεν καὶ ἐστάθηκεν εἰς τὸ στασίδιόν του». |
Τον λόγο παίρνει ο σκύλος που καταφέρεται κατά του «κάτη» και της «αλουπούς» (στ. 181-195).
ὁ κύων δὲ, ὡς ἤκουσεν τοῦ πονδικοῦ λαλοῦντος τὸ ὄνομα, τὸν ἔπαινον καὶ τὴν τοιαύτην φήμην, ἀψός, γοργὸς ἐπήδησεν, ἐστάθην εἰς τὸ μέσον, καὶ πρὸς τὸν κάτην ἔτεινεν καλοὺς τοιούτους λόγους «ἐδᾶ κρατεῖ μ᾿ ἡ ἐντροπὴ καὶ ἡ ὑποταγή μου – ἀμμὴ ν᾿ ἀλίσκω σε δαμὶν, νά ῾χαψα τὴν οὐράν σου, καὶ νὰ σὲ ἀκροτίναξα μέσον τοῦ συνεδρίου, ἐσέναν καὶ τὴν ἀλουποῦν τὴν μακροουραδάτην, τὴν πνίγουσαν τὰς ὄρνιθας καὶ τὰ μικρὰ πουλία, ποὺ πνίγει τὰ ἐρίφια καὶ τὰ μικρὰ ἀρνία, καὶ τὰ μὲν τρώγει ἡ κάκιστη, τὰ δ᾿ ἄλλα πίνει αἷμα, καὶ πολεμεῖ μέγαν κακὸν καὶ πλεῖόν τε ζημίαν καὶ ἀδικίαν ἄπειρον εἰς τοὺς πτωχοὺς ἀνθρώπους.» ὁ κάτης ἐφοβήθηκεν, φεύγει ἀπὸ τὸ μέσον, ἐξῆλθεν καὶ ἐστάθηκεν μετὰ τοῦ συνεδρίου. |
Η αλεπού τα άκουσε αυτά, και αρχίζει ο διάλογος μεταξύ της και τού σκύλου (στ.196-266).
ἀκούσασα ἡ ἀλωποῦ τὰς ὕβριτας τοῦ σκύλου ἐν ταπεινῷ τῷ σχήματι εἰσῆλθεν εἰς τὸ μέσον καὶ πονηρὰ καὶ τροπικὰ ἐφθέγξατο τοιαῦτα «τί ἔνε, σκύλε, τὸ λαλεῖς, τί ῾ἐν τὸ τζαμπουνίζεις; σκύλον σὲ λέγουν ὄνομα, ἀληθῶς σκύλος εἶσαι. καὶ γὰρ κατὰ τὸ ὄνομα ἔχεις τὴν πολιτείαν.» καὶ ταῦτα μὲν ὡς ἤκουσεν τῆς ἀλωποῦς λεγούσης, προσμειδιάσας ὕστερον τούτους τοὺς λόγους εἶπεν «ἐξέβης, ἡ κυρ᾿ ἀλωποῦ νὰ μᾶς φιλοσοφήσῃς; ποῦ ἔμαθες τὰ γράμματα, ποῦ ἔμαθες τὴν τέχνην, γραμματικήν, ῥητορικήν, οὕτως νὰ συντυχαίνῃς; κ᾿ ἐπάνω εἰς τὴν δύναμιν καὶ φόβον βασιλέως καὶ τῶν λοιπῶν τὴν ἐντροπὴν πολλὰ μοῦ συντυχαίνεις. λέγω ν᾿ ἀφήσω τὰ πολλὰ, νὰ παραβλέψω πάντας, νὰ σύρω τὸ δερμάτιν σου, νὰ σύρω τὴν οὐράν σου, καὶ νὰ τὸ δώσω τὸν γναφεὰ, τὸν δερματογουνάρην, νὰ σὲ δαμάσῃ ἡ ἄσβεστος καὶ νὰ σὲ κάψῃ ἡ στύψις, καὶ νὰ ξεχάσῃς τὴν πολλὴν ῾ψηλὴν φιλοσοφίαν.» στραφεῖσα ἡ ἀλώπεκα τὸν σκύλον ταῦτα λέγει «πολλὰ πολλὰ ῾περαίρεσαι, σκύλε μαγαρισμένε. πολλὰ καυχᾶσαι, φλύαρε, σαλιαρομυξάρη· καυχᾶσαι ὅτι κυνηγᾶς λαγοὺς καὶ ἄλλα ζῶα, πέρδικας καὶ χηνάρια καὶ ἄλλα τῶν ὀρνέων, καὶ ἀγαποῦν σε τὰ πολλὰ καὶ ὁμαλίζουσίν σε. ἀλλ᾿ ὅταν σ᾿ εὕρουν εἰς μικρὸν πταίσιμον εἰς τὸ σπήτιν, καὶ κλέψῃς τίποτε νὰ φᾷς ἢ τίποτε νὰ ῾γγίσῃς, ῥαβδαίας, ἀποπατητὰς μεγάλας σε φορτόνουν. εἰ δὲ πολλάκις, μιαρὲ, συμβῇ καὶ ψωριάσῃς, εἰς σπήτιν ἄλλο δὲν χωρεῖς οὐδ᾿ εἰς αὐλὴν ἐμπαίνεις, οὐδὲ καλὸν λόγον ἀκοῦς οὐδὲ ἐπωνυμίαν, [ἀλλ᾿ ὅπου ὑπάγεις καὶ σταθῇς, ἄλλον οὐδὲν ἀκούεις] εἰ μὴ τὸ ὅλοι δότε τον, ὅλοι λιθάζετέ τον, διότι μαγαρίζει μας ὁ σκύλος ὁ ψωριάρης – καὶ κροῦν σε ἄλλοι ἀπεδῶ καὶ ἄλλοι ἀπεκεῖθεν καὶ τυμπανίζουν σε κακὰ, ἕως οὗ ψοφήσῃς, καὶ δένουν σε μὲ τὸ σκοινὶν ὡς καταδικασμένον, καὶ σύρνουν σ᾿ ἐκ τὸν τράχηλον καὶ πᾶν σ᾿ εἰς τὴν κοπραίαν, οἱ μὲν λιθοβολοῦσί σε, οἱ δὲ ῥαβδοκοποῦν σε, σκοτόνουν σε κι ἀφίνουν σε, καὶ τὰ όρνέα τρῶν σε. ταῦτα δέ εἰσιν τ᾿ ἀγαθὰ καὶ τὰ καλὰ τὰ ἔχεις, καὶ ὑπεραίρεσαι πολλὰ καὶ καυχᾶσαι μεγάλα.» ὁ κύων ἐντραπεὶς μικρὸν τῆς ἀλωποῦς τοὺς λόγους παραμερεᾶς ἐστάθηκεν πικροχολιασμένος, καὶ λόγους ἀπεφθέγξατο καὶ ῥήματα τοιαῦτα «ἀλωποῦ τρυπολόγισσα, βουνοαναθρεμμένη, οὔποτ᾿ ἡμέραν θεωρεῖς οὔτ᾿ ἥλιον ἐβλέπεις εἰς βάθη σκοτεινότατα, εἰς χάσματα μεγάλα, ἐπεθυμεῖς καὶ τὸ νερὸν δι᾿ ὅλης τῆς ἡμέρας, τότε τὴν νύκταν νὰ ἐβγῇς καμένη ἀπὸ τὴν δίψαν, νὰ εὕρῃς πούπετα νερὸν καὶ νὰ τὸ ἀποφρύξῃς, καὶ νὰ πρισθῇς, νὰ ἀγκωθῇς, νὰ συχνοπυκνοκλάνῇς. καὶ εἴ τι φᾷς καὶ εἴ τι πῇς καὶ ὅσα κι ἂν κοιμᾶσαι, οὐδὲν σὲ λείπει πώποτε ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος. ἐγὼ δὲ ἀνατρέφομαι μέσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους, εἰς οἴκους τοὺς βασιλικοὺς καὶ εἰς αὐλὰς ῥηγάδων, κ᾿ εἰς ἄρχοντες νὰ κυνηγῶ, εἰς πάντας καβαλλάρους. ταγίζουν με χλωρὰ, πνικτὰ καὶ ὀψημένα κρέη, κρατοῦν καὶ ὁμαλίζουν με καὶ βαγιλίζουσί με· καὶ βάνουν με τραχηλικὸν χαντρατοκουδουνάτον, καὶ κυνηγοῦσιν ῾λάφια λαγούδια χοιρίδια· ἀκόμη καὶ τὰ δυνατὰ τὰ ζῶα τὰ μεγάλα, ἅπερ οὐ δύναμαι κρατεῖν ἀλλ᾿ οὐδὲ καταβάλλειν, μὲ τὰς φωνάς μου ἐξυπνῶ, καὶ τρέχουσιν καὶ φεύγουν, καὶ πάλιν τὰ περδίκια καὶ ἕτερα πουλία.» ὡς ἤκουσεν ἡ ἀλωποῦ τοιαῦτα φθεγγομένου πάλιν τοῦ σκύλου λέγοντος καὶ ὑπερφυσιῶντος, ἔφησεν πάλιν καὶ αὐτὴ καὶ πρὸς τὸν σκύλον λέγει «ἀρκεῖ σε, σκύλε φλύαρε μιαρὲ ψεματάρη, αἰσχύνθητι, ἐντράπητη, ἄφες νὰ εἰπῇ καὶ ἄλλος.» τότε λοιπὸν ἐξέβηκεν ὁ σκύλος ἐκ τὴν μέσην, καὶ ἡ ἀλώπεκ᾿ ἔστησεν μέσον τοῦ συνεδρίου. |