Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 20


Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας

Γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς ποὺ εἶχαν μεγάλη πίστη καὶ θεάρεστη ζωή, τὸν Παῦλο καὶ τὴν Διονυσία, τὸ 377 στὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας. Σὲ ἡλικία τριῶν χρόνων χάνει τὸν πατέρα του, ἀλλὰ ἡ μητέρα του ἦταν ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς χῆρες γυναῖκες ποὺ διατήρησαν ὅλη τὴν ψυχική τους δύναμη καὶ μπόρεσαν νὰ ἀναδείξουν μεγάλα τὰ παιδιά τους. Ὁ ἐπίσκοπος Εὐτρώϊος διέκρινε τὰ χαρίσματα τοῦ παιδιοῦ καὶ τὸ προστάτευσε. Ἀφοῦ σπούδασε ὁ Εὐθύμιος, χειροτονεῖται διάκονος, καί, κατόπιν ἱερέας καὶ μάλιστα, κρίνεται κατάλληλος νὰ διευθύνει τὸ μοναστήρι τῆς Μελιτηνῆς. Πόθος του, ὅμως, ἦταν νὰ πάει στοὺς Ἁγίους Τόπους. Πράγματι, τὸ 406 ὁ Θεὸς τὸν ἀξιώνει καὶ πηγαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα. Τὰ μεγάλα πνευματικὰ καὶ ἠθικὰ χαρίσματά του γρήγορα τὸν ἀνέδειξαν καὶ ἐκεῖ. Στὸ ἡσυχαστήριό του συγκεντρώνονται πολλοὶ ζηλωτὲς μοναχοὶ καὶ τὸν ἐκλέγουν ἡγούμενο. Τὸ νέο του ἀξίωμα ὁ Εὐθύμιος τὸ διαχειρίζεται σωστὰ καὶ ἀρχίζει συστηματικὴ ἱεραποστολικὴ ἐργασία χριστιανικοῦ φωτισμοῦ μεταξὺ τῶν ἀραβικῶν πληθυσμῶν, φέρνοντας πολλοὺς Ἄραβες στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἔτσι, ὁ Εὐθύμιος «θέρισε» πολλὲς ψυχὲς στὸν πνευματικὸ ἀγρὸ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου μας, «Ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον». Δηλαδή, ἐκεῖνος ποὺ ἑλκύει ψυχὲς στὴ σωτηρία παίρνει μισθὸ καὶ ἀποθηκεύει καρπὸ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ Εὐθύμιος, τὸ ἔτος 473 σὲ ἡλικία 97 ἐτῶν, παραδίδει τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο, ἀφοῦ τὸν ὑπηρέτησε μέχρι τέλους, καὶ δίκαια ὀνομάστηκε Μέγας.

(Στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266, κατὰ τὴν 7η τοῦ μηνὸς Μαΐου φέρεται «ἡ μετάθεσις τῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου». Στὸν δὲ Συναξαριστὴ Delehaye σελ. 406, ἀναφέρεται κατὰ τὴν 19η Ἰανουαρίου, «ἐπάνοδος τοῦ λειψάνου τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Εὐθυμίου»).


Οἱ Ἅγιοι Βάσσος, Εὐσέβιος, Εὐτύχιος καὶ Βασιλείδης

Ἦταν πλούσιοι καὶ συγκλητικοί. Μαρτύρησαν στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ, στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα. Ἐνῷ πρὶν ἦταν εἰδωλολάτρες, πῆραν ἀφορμὴ νὰ μελετήσουν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία καὶ νὰ προσέλθουν σ᾿ αὐτή, ὅταν παρακολούθησαν τὸ μαρτύριο τοῦ ἐπισκόπου Θεοπέμπτου. Καὶ τὴν γνήσια καὶ ὁλόθερμη πίστη τους, ἐπικύρωσαν μὲ τὸ μαρτυρικό τους τέλος. Καταγγέλθηκαν σὰ χριστιανοί, δὲν τὸ ἀρνήθηκαν, ἄφοβοι δὲ καὶ πρόθυμοι βάδισαν στὸ στάδιο τοῦ μαρτυρίου. Στὴν ἀρχὴ τοὺς ἀφαίρεσαν τὶς ἐπίσημες ζῶνες τους, ἐμβλήματα τῶν συγκλητικῶν ἀξιωμάτων τους, διότι τάχα ἦταν ἀνάξιοι νὰ τὶς φέρουν. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι χαίρονταν, διότι πίστευαν ὅτι εἶχαν γίνει συμπολῖτες τῶν Ἁγίων καὶ θὰ γίνονταν καὶ στεφανηφόροι τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὑπέστησαν γενναιότατα τὸ μαρτυρικὸ θάνατο ὡς ἑξῆς: τὸν μὲν Βάσσο, ἀφοῦ τὸν ἔβαλαν μέχρι τὰ γόνατα μέσα σὲ βόθρο, κατόπιν τοῦ ἔκοψαν τὰ χέρια καὶ στὴ συνέχεια διαμέλισαν ὅλο τὸ σῶμα του. Τοὺς δὲ Εὐσέβιο καὶ Εὐτύχιο, ἀφοῦ τους κρέμασαν ἀνάποδα, κατόπιν τοὺς διαμέλισαν μὲ τσεκούρια. Καὶ τέλος τὸν Βασιλείδη τὸν θανάτωσαν, ἀφοῦ τοῦ διέῤῥηξαν τὴν κοιλιὰ μὲ μαχαῖρι.


Οἱ Ἅγιοι Ἰννᾶς, Πιννᾶς καὶ Ῥιμμᾶς

Κατάγονταν ἀπὸ τὸν Βοῤῥᾶ καὶ ὀνομάστηκαν κρυστάλλινοι, μαρτύρησαν ἀφοῦ τους ἔβαλαν, δεμένους σὲ ξύλο καὶ σὲ καιρὸ τρομερῆς παγωνιᾶς, μέσα σὲ παγωμένο ποτάμι. Φοβεροὶ καὶ ἀνυπόφοροι ἦταν οἱ πόνοι ποὺ δοκίμασε ἐκεῖ ἡ ὁλόγυμνη σάρκα τους. Ἀλλ᾿ ἡ ψυχή τους δὲν ἀπέβαλε τίποτα ἀπὸ τὴν θερμὴ εὐσέβειά τους. Καὶ ἔτσι πῆραν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Ὁ μακάριος Πέτρος ὁ τελώνης

Ἦταν Πατρίκιος στὸ ἀξίωμα καὶ διορισμένος ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ διοικητὴς στὴν Ἀφρική. Δυστυχῶς κατεῖχε ἕνα θανάσιμο ἐλάττωμα, τὴν πλεονεξία. Κάποτε ὅμως ἔπεσε στὰ χέρια του τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀπὸ περιέργεια τὸ διάβασε. Τὸ θαῦμα ἔγινε! ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ εἶδε ὅλη τὴν ἀσχήμια τῆς ζωῆς του. Καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα σημαδιακὸ ὄνειρο, μετάνιωσε εἰλικρινά, μοίρασε ὅλη του τὴν περιουσία στοὺς φτωχούς, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ ἐπικίνδυνο ἐπάγγελμά του καὶ ζοῦσε βοηθῶντας μὲ κάθε τρόπο τοὺς πάσχοντες. Ἔφτασε μάλιστα στὸ σημεῖο καὶ νὰ πουληθεῖ ἀκόμα σὰν δοῦλος γιὰ νὰ βοηθήσει μία οἰκογένεια ποὺ ὑπέφερε. Ἀργότερα πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, προσκύνησε τοὺς ἁγίους Τόπους καὶ ἔπειτα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀπεβίωσε φτωχός, ἀλλὰ πλούσιος σὲ οὐρανίους θησαυρούς.


Οἱ Ἅγιοι Θύρσος καὶ Ἁγνὴ

Μάρτυρες ποὺ ἡ σύναξή τους τελεῖται κοντὰ στὶς Ἐλενιάνες.


Ὁ εὐσεβὴς Βασιλεύς Λέων ὁ Μέγας, ὁ Θράξ

Ὁ βασιλεὺς οὗτος Λέων ἔγινε μετὰ τὸν εὐσεβέστατον βασιλέα Μαρκιανόν. Τὴν εἰς τὸν θρόνον ἀνάῤῥησιν προείπεν εἰς αὐτὸν ἡ Θεοτόκος, ὅτε ἦτο εἰσέτι ἁπλοῦς ἰδιώτης. Τριπλοῦν δὲ τότε θαῦμα ἐγένετο ἤτοι α) ἡ ἀκουσθεῖσα φωνὴ τῆς Θεοτόκου ἡ ἀποκαλύψασα εἰς τὸν Λέοντα τὸ ἁγίασμα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς (Μπαλουκλῆ), β) ἡ πρόῤῥησις ὅτι ὁ Λέων θὰ γίνῃ βασιλεὺς καὶ γ) ἡ διὰ τοῦ Λέοντος θεραπεία τοῦ τυφλοῦ. Ἐφύλαττε δὲ ὁ Λέων οὗτος πολὺ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, βεβαιώσας ἅπαντα τὰ κηρυχθέντα ὑπὸ τῶν προκατόχων του βασιλέων κατὰ τῶν αἱρετικῶν διατάγματα καὶ πρὸ πάντων τὰ τῆς ἐν Χαλκηδόνι Ἁγίας Τετάρτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου θεσπίσματα -ὅθεν ἡ Ἐκκλησία ἐπὶ τῆς ἐποχῆς του ἦτο ἐν ἀνθηρῇ καταστάσει. Ἐθέσπισεν ἐπίσης νόμον δι᾿ οὗ ἀπηγορεύετο τὸ πωλεῖν, τὸ ἀγοράζειν καὶ τὸ ὀρχεῖσθαι ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ. Οὗτος ἀνήγειρε καὶ τὸν Ναὸν τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, εἰς τὸν τόπον εἰς ὃν ἀνέβλυσε τὸ ἁγίασμα. Ζήσας δὲ ἔτη δέκα ἑπτὰ ἐπὶ τοῦ βασιλικοῦ θρόνου, ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον ἐν ἔτει υοδ´ (474), προσβληθεὶς ὑπὸ ὑπερβολικῆς δυσεντερίας, ἐκ τῆς ὁποίας ἔγινε τὸ λείψανόν του ὡς φανός. Εἰς τὸν Ἅγιον τοῦτον βασιλέα Λέοντα ἐποίησε πλήρη Ἀκολουθίαν ὁ Ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης Μοναχός.


Ἡ Ἁγία Ἄννα

Μαρτύρησε στὴ Ῥώμη.


Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας νεομάρτυρας ἐξ Ἄρτης

Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἄρτας. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἐξισλαμίστηκε καὶ ἀργότερα ἔφυγε στὴν παλιὰ Πάτρα, ὅπου ἔκανε τὴν τέχνη τοῦ γουναρᾶ. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως μετάνιωσε εἰλικρινά, βρῆκε πνευματικό, ἐξομολογήθηκε τὸ ἁμάρτημα τῆς ἐξωμοσίας τοῦ καὶ ζήτησε τὴν ἄδεια νὰ μαρτυρήσει. Ὁ πνευματικὸς ὅμως, φοβούμενος μήπως ἀποκάμει ὁ μάρτυρας στὴ διάρκεια τῶν βασανιστηρίων, τὸν ἀπέτρεπε λέγοντάς του ὅτι, ἀπ᾿ τὴν στιγμὴ ποὺ ἦρθαν οἱ Ἀρβανῖτες στὸν Μοριᾶ ἔμαθαν στοὺς ντόπιους Τούρκους τόσους καὶ τέτοιους τρόπους βασανιστηρίων, ποὺ μπροστά τους ὠχριοῦν αὐτὰ τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε τότε στὸν πνευματικὸ λέγοντάς του ὅτι ἔχει τόση δίψα νὰ βασανιστεῖ γιὰ τὸν Χριστό, ποὺ γιὰ νὰ τὸν ξεδιψάσουν δὲν φτάνουν οὔτε αὐτὰ τὰ βασανιστήρια τῶν Ἀρβανιτῶν. Μπροστὰ στὰ λόγια αὐτὰ τῆς πίστης καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστό, ὁ πνευματικὸς μετέδωσε τὰ ἄχραντα μυστήρια στὸν Ἅγιο καὶ τὸν εὐλόγησε. Τότε ὁ Ζαχαρίας ἀφοῦ πῆγε στὸ ἐργαστήρι του, πούλησε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τὰ ἔδωσε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς. Ἔπειτα παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ καὶ μὲ θάῤῥος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὁ Κριτὴς δὲν μπόρεσε νὰ τὸν μεταπείσει οὔτε μὲ κολακεῖες, οὔτε μὲ φοβέρες, τὸν ἔστειλε στὸν ἐξουσιαστὴ τῆς πόλης. Αὐτός, μαζί με τοὺς ἀγάδες, ἀποφάσισε νὰ τὸν ῥίξουν στὴ φυλακὴ καὶ τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα νὰ τὸν χτυπᾶνε δυνατά, ἔτσι ὥστε ἢ νὰ ἐπανέλθει στὴν πίστη τους ἤ νὰ ξεψυχήσει χωρὶς νὰ χυθεῖ αἷμα ἀπὸ τὸ σῶμα του. Ἔτσι ὁ Ἅγιος βασανίστηκε γιὰ πολλὲς ἡμέρες καὶ μὲ ἀξιοθαύμαστη καρτερία ὑπέμεινε τὰ φρικτὰ βασανιστήρια. Παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὶς 20 Ἰανουαρίου 1782 στὴν Πάτρα. Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου σῴζεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ «Κάτω Παναγιᾶς» Ἄρτας.


Οἱ Ὅσιοι Εὐθύμιος ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ Λαυρέντιος ὁ Ἔγκλειστος

Στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου (Ῥῶσοι, 13ος-14ος αἰ.).