Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 04


Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης

«Ἱερατικῆς καὶ ἀσκητικῆς πολιτείας κανών», «τῆς ἡμετέρας αὐλῆς μοῦσαν». Εἶναι χαρακτηρισμοὶ ποὺ ἀπέδωσε ὁ Μέγας Φώτιος στὸν ὅσιο Ἰσίδωρο, γιὰ τὴν ἄριστη θεολογική του κατάρτιση, τὸ φιλοσοφικό του νοῦ, τὴν ἀσκητική του ἐγκράτεια, τὴν τόλμη καὶ τὴν ἄμεμπτη ἰδιωτική του ζωή. Ὁ Ὅσιος γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο, περίπου τὸ 360, καὶ πέθανε τὸ 440. Ἔκανε μεγάλες καὶ καλὲς σπουδές. Ἐργάστηκε στὴν ἀρχὴ σὰν κατηχητὴς καὶ δάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας. Μετά, ὅμως, ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα μοναστήρι κοντὰ στὸ Πηλούσιο, γι᾿ αὐτὸ ὀνομάστηκε καὶ Πηλουσιώτης. Ἀργότερα, τὸν ἀξιώνει ὁ Θεὸς καὶ γίνεται Ἱερέας καί, ἔπειτα, πανηγυρικά, ἡγούμενος στὸ μοναστήρι του. Ἡ πολυμάθεια ἔδωσε στὸν Ἰσίδωρο τέτοιο κῦρος καὶ φήμη, ὥστε νὰ θεωρεῖται αὐθεντία στὶς ἑρμηνεῖες δύσκολων ἁγιογραφικῶν χωρίων καὶ στὴ λύση ἀποριῶν. Ἂν ἤθελε, ἔπαιρνε ἄνετα τὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα. Ἀρνεῖται, ὅμως, προτιμῶντας τὸ μοναστήρι, μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι θὰ πρόσφερε περισσότερα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ λόγο καὶ τὰ συγγράμματά του. Πράγματι, σῴζονται σήμερα 2012 ἐπιστολές του. Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ κάνει ἐντύπωση, εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ Ἰσιδώρου γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ τὰ μοναστήρια. Πίστευε ὅτι τὰ μοναστήρια ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁπλισμένα μὲ ὅλα τὰ ἐφόδια τῶν θρησκευτικῶν καὶ θεολογικῶν γνώσεων. Καὶ νὰ εἶναι οἱ μεγάλοι προμαχῶνες τῆς πίστης, ἀπ᾿ ὅπου θὰ βγαίνουν οἱ θερμότεροι καὶ σοφότεροι ἀπολογηταὶ καὶ συνήγοροί της.


Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁμολογητής

Γεννήθηκε στὴν Κυδωνία τῆς Κρήτης τὸ ἔτος 792, καὶ ἐκεῖ διδάχτηκε τὰ πρῶτα γράμματα. Κατόπιν οἱ γονεῖς του τὸν ἔστειλαν στὴν Κωνσταντινούπολη κοντὰ στὸ θεῖο του Θεοφάνη, ποὺ ἦταν μοναχὸς στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Στουδίου, τῆς ὁποίας καὶ αὐτὸς ἔγινε μοναχός. Ἐκεῖ ὁ Νικόλαος βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ μορφωθεῖ στὰ ἑλληνικὰ καὶ θρησκευτικὰ Γράμματα, ἔγινε δὲ καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους ταχυγράφους τῆς ἐποχῆς του. Οἱ καιροὶ ὅμως ἦταν πολὺ ταραγμένοι ἀπὸ τὸ σάλο τῆς Εἰκονομαχίας, καὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ Στουδίου, ποὺ ἦταν προμαχῶνας τοῦ ἀγῶνα ὑπὲρ τῶν ἁγίων Εἰκόνων, ὁ ἡγούμενος καὶ οἱ μοναχοί της, ὑπέστησαν διώξεις, φυλακίσεις, ἐξορίες καὶ πολλὲς ἄλλες στερήσεις. Τὴν ἴδια βέβαια τύχη εἶχε καὶ ὁ Νικόλαος, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπονομάσθηκε Ὁμολογητής. Ὅταν ἔπαψε ἡ θύελλα τῆς Εἰκονομαχίας, στὶς 19 Ἀπριλίου 847, ὁ Νικόλαος ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς Μονῆς του. Τὸ 850 ὅμως παραιτήθηκε. Τὸ 859 ἵδρυσε τὸ μονύδριο τοῦ Κονωροβίου, μὲ σχέδιο νὰ καταρτίσει νέους μοναχοὺς κατὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Μονῆς Στουδίου. Ὁ Καῖσαρ Βάρδας, ὅμως, τὸν ἀνάγκασε νὰ αὐτοεξορισθεῖ σὲ διάφορους τόπους (Ἱστορικὲς πηγὲς ἀναφέρουν ὅτι εἶχε πρόβλημα πνευματικῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν ἱερὸ Φώτιο), γιὰ νὰ ἐπανέλθει τὸ 867 σὰν ἡγούμενος, καὶ νὰ τὸν καλέσει ὁ Θεὸς κοντά Του στὶς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 868.


Ὁ Ἅγιος Ἀβράμιος Ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Ἀρβὴλ της Περσίας

Μαρτύρησε τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν ἐπίσκοπος κάποιας Περσικῆς πόλης ποὺ ὀνομαζόταν Ἀρβήλ, τὰ ἀρχαῖα Ἄρβηλα, πόλη τῆς Ἀσσυρίας (Μεσοποταμίας· βρισκόταν γύρω στὰ 90 χιλ. νοτιονατολικὰ τῆς Μοσσούλης κοντὰ στὰ Ἰρακινοπερσικὰ σύνορα. Τώρα ἀνήκει στὸ Ἰρὰκ καὶ ὀνομάζεται Ἐρμπίλ). Ὅταν ἔγινε ὁ διωγμὸς στὴν Περσία ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ὁ Ἀβράμιος συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἀρχιμάγο του βασιλιᾶ Ἀδερφορᾶ. Αὐτὸς προσπάθησε νὰ τὸν ἀναγκάσει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνήσει τὸν ἥλιο. Ὁ Ἀβράμιος ὄχι μόνο δὲν ἀρνήθηκε τὸν Χριστό, ἀλλὰ τοῦ εἶπε ὅτι θὰ ἐργάζεται συνεχῶς γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Τότε μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια, τὸν ἀποκεφάλισαν σ᾿ ἕνα χωριὸ ποὺ λεγόταν Θελμᾶ καὶ ἔτσι ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐπίσκοπος Εἰρηνουπόλεως

Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς 318 Θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας. (Ἡ Εἰρηνούπολη, πόλη Βυζαντινή, ἦταν κοντὰ στὸν Σάρο ποταμὸ τῆς Τραχείας Κιλικίας).


Ὁ Ὅσιος Ἰάσιμος ὁ Θαυματουργός

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος

Μαρτύρησε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.


Ὁ Ὅσιος Νικήτας «ὁ ἐν τοῖς Πυθίοις»

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Μνημονεύεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεῶν (σελ. 69), σὰν ἀσκητὴς ὅσιος, ποὺ ἀσκήτευσε (ἄγνωστο πότε) «ἐν Πυθίοις» (τὸ σημερινὸ Κουρί).


Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Χαλεπλής

Καταγόταν ἀπὸ τὸ Χαλέπιο καὶ οἱ Τοῦρκοι, ἐπειδὴ ἦταν εὐσεβής, τὸν συκοφάντησαν ὅτι δῆθεν εἶπε θὰ γίνει Τοῦρκος. Μπροστὰ στὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς κολακεῖες τοῦ κριτῆ, ὁ Ἰωσὴφ παρέμεινε ἀμετάθετος στὴν πίστη του καὶ μὲ θάῤῥος ἤλεγξε τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία. Ἀφοῦ ἀποδείχθηκε ἀκλόνητος καὶ ἀμετάπειστος στὶς ἀπόπειρες τῶν Τούρκων νὰ τὸν ἀλλαξοπιστήσουν, δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου μὲ ἀποκεφαλισμὸ στὶς 4 Φεβρουαρίου 1686. Ὁ ὑπ᾿ ἀριθ. 2142 (129) κώδικας τοῦ XΝΙΙΙ αἰ. τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου του Ἁγίου Ὄρους, ἐδάφ. 23, ἀναφέρει τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου στὶς 17 Φεβρουαρίου. Πάντως προκύπτει πρόβλημα ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἡμερομηνία τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου.


Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Κορίνθιος

Ὁρισμένες ἁγιολογικὲς πηγὲς ἀναφέρουν τὴν μνήμη του 4 Φεβρουαρίου. Ὅμως, βλέπε κυρίως μνήμη τοῦ ἁγίου αὐτοῦ στὶς 14 Φεβρουαρίου.


Οἱ Ὅσιοι Ἀβραὰμ καὶ Κόπρις

Τῆς Μονῆς «Μεταμορφώσεως Σωτῆρος» ἐν Βολογντᾷ (15ος αἰ.).