Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 05


Ὁ Ἅγιος Κόνων ὁ Ἴσαυρος

Ὁ Ἅγιος Κόνων ἔζησε στὰ ἀποστολικὰ χρόνια καὶ καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ (τὴ Βιδανή) τῆς Ἰσαυρίας. Οἱ γονεῖς του Νέστωρ καὶ Νάδα στὴν ἀρχὴ ἦταν εἰδωλολάτρες. Ἀλλ᾿ ἔπειτα δέχθηκαν τὴν χριστιανικὴ πίστη, μαζὶ μὲ τὸν ὡραῖο, ἔφηβο τότε, γιό τους. Ὁ Κόνων νυμφεύθηκε μία χριστιανὴ κόρη (τὴν Ἄννα), μέσα ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ ὅμιλο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ συμφώνησαν καὶ οἱ δυὸ νὰ ζοῦν σὰν ἀδέλφια καὶ νὰ ἀφιερωθοῦν στὴ διάδοση τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας. Οἱ εἰδωλολάτρες συμπολῖτες τοῦ Κόνωνα ἔβλεπαν μὲ πολὺ δυσαρέσκεια τὶς χριστιανικές του δραστηριότητες. Ἔφεραν τοὺς πιὸ δυνατοὺς στὸ λόγο ἐθνικοὺς γιὰ νὰ τὸν ἀποστομώσουν, ἀλλὰ αὐτὸς μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοὺς φίμωνε. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἀπὸ ἐγωισμὸ γίνονταν χειρότεροι. Μία μέρα, πῆγε σ᾿ ἕναν εἰδωλολατρικὸ ναὸ καὶ ἔκανε γιὰ τὴν ἰδιαίτερη αὐτὴ περίσταση αὐτὸ ποὺ λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Διὰ πάσης προσευχῆς καὶ δεήσεως, προσευχόμενοι ἐν παντὶ καιρῷ ἐν Πνεύματι». Νὰ παρακαλεῖτε, δηλαδή, τὸ Θεό, μὲ κάθε εἶδος προσευχῆς καὶ αἴτησης. Νὰ προσεύχεσθε σὲ κάθε καιρό, μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Προσευχήθηκε, λοιπόν, καὶ ὁ Κόνων στὸ Χριστό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνει κομμάτια τὸ εἴδωλο τοῦ ναοῦ. Φωνὴ θρηνώδης ἀκούστηκε ἀπ᾿ ὅλους καὶ ὁμολόγησαν τὸ Χριστὸ ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ Κόνων μὲ τὰ ἔργα του, καὶ κυρίως μὲ τὴν προσευχή, πέτυχε νὰ σωθοῦν πολλὲς ψυχὲς ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. Ἄλλη δὲ μαρτυρία ἀναφέρει, ὅτι ἐπὶ ἡγεμόνος τῆς Ἰσαυρίας Μάγνου, συνελήφθη καὶ κακοποιήθηκε. Ἀλλ᾿ οἱ χριστιανοὶ ποὺ φωτίστηκαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο, ἔτρεξαν ἐπὶ τόπου καὶ ἀπείλησαν νὰ σκοτώσουν τὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος φοβήθηκε, ἔφυγε καὶ ἄφησε ἐλεύθερο τὸν Κόνωνα. Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτό, ἔζησε ἀλλὰ δυὸ χρόνια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ἅγιος Κόνων ὁ Κηπουρός

Ἔζησε τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ. Ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὴν πόλη Μάνδρα τῆς Παμφυλίας, καὶ ἔμενε σὲ κάποια τοποθεσία ποὺ ὀνομαζόταν Κάρμηλα ἢ Κάρμενα. Ἐκεῖ καλλιεργοῦσε κῆπο, φυτεύοντας διάφορα λάχανα γιὰ νὰ ἐξοικονομήσει τὰ ἀναγκαῖα της ζωῆς. Ἦταν τόσο ἀκέραιος στὸ φρόνημά του καὶ ἁπλός, ὥστε ὅταν συνάντησε ἐκείνους ποὺ εἶχαν διαταγὴ νὰ τὸν συλλάβουν καὶ εἶδε ὅτι τὸν χαιρετοῦσαν, ἀνταποκρίθηκε καὶ αὐτὸς μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι τὸν καλεῖ ὁ ἡγεμόνας Πούπλιος, ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Τί χρειάζομαι ἐγὼ στὸν ἡγεμόνα, τὴν στιγμὴ μάλιστα ποῦ εἶμαι χριστιανός; Ἂς καλέσει καλύτερα τοὺς ὁμοϊδεάτες του». Τότε δεμένο τὸν ἔφεραν στὸν ἡγεμόνα, ποὺ τὸν παρακινοῦσε μὲ τὴν βία νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Μὲ βαριὰ καρδιὰ ὁ Ἅγιος, ἔβρισε τὸν τύραννο καὶ τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἀληθινὸς χριστιανὸς καὶ ὅσα βασανιστήρια νὰ τοῦ κάνουν δὲν θὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἀμέσως τότε κάρφωσαν τὰ πόδια του καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ τρέχει μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἅμαξα τοῦ ἡγεμόνα μέχρι ποὺ ξεψύχησε. Ἔτσι ἔλαβε τὸ αἰώνιο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητὴς καὶ Θαυματουργός

Ἦταν Ἀθηναῖος καὶ ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Στὴν Ἀθήνα ἔλαβε ἀξιόλογη μόρφωση, καὶ μαζὶ μὲ τὴν ἐπίδοσή του στὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία διακρίθηκε καὶ στὴ μελέτη τῶν ἁγίων Γραφῶν. Κατόπιν ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ πῆγε στὴν Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ τὸν ἔφερε ἡ μεγάλη φήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου, κοντὰ στὸν ὁποῖο καὶ μαθήτευσε. Παρέμεινε μέσα στὴν κοσμικὴ κοινωνία, καταρτίζοντας τὸν ἑαυτό του τελειότερα στὴ σπουδὴ καὶ τὴν γνώση τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων μέχρι τοῦ τεσσαρακοστοῦ ἔτους τῆς ἡλικίας του. Ἔπειτα ἀποσύρθηκε σὲ μία μικρὴ κοινοβιακὴ συντροφιά, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὴν φιλάδελφη καὶ προσεκτικὴ συμπεριφορά του. Ἔγραψε ἀρκετὰ συγγράμματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα σῴζονται μόνο μερικοὶ λόγοι καὶ ἐπιστολές, καθὼς καὶ συμβουλευτικὲς πραγματεῖες. Εἶναι δὲ τόση ἡ πρακτικότητα καὶ ἡ ὠφέλειά τους, ὥστε ἐλέχθη γιὰ τὸν συγγραφέα τους, ὅτι: «Πάντα πώλησαν καὶ Μᾶρκον ἀγόρασαν». Νὰ ὅμως, καὶ μερικὰ ἀπὸ τὰ πολύτιμα παραγγέλματά του: «Προτιμότερον, λέγει, νὰ σὲ βλάπτουν οἱ ἄνθρωποι παρὰ νὰ σὲ ἐξουσιάζουν οἱ δαίμονες. Ὁ ἁπλοῦς, ἀλλὰ ταπεινόφρων ἄνθρωπος εἶναι σοφώτερος ἀπὸ τοὺς σοφούς. Ὅποιος ἐνθυμεῖται τὰ προηγούμενα σφάλματά του, προφυλάσσεται ἀπὸ τὰ μέλλοντα. Ἐὰν δὲν ὑπέστῃς θλίψεις νὰ μὴ νομίζῃς ὅτι ἔχεις ἄρετην. Διότι δὲν εἶναι τίποτε ὅ,τι φύεται μέσα εἰς τὴν ἄνεσιν».


Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ Ἀθηναῖος

Συγκεχυμένες καὶ ἀσαφεῖς οἱ πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή του. Ἀπὸ διήγηση τοῦ Ὁσίου Σεραπίωνος μαθαίνουμε ὅτι ἀσκήτευσε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν ἔρημο πέραν τῆς χώρας τῶν Χετταίων, μᾶλλον πέραν τῆς Αἰγύπτου, στὸ ὄρος τῆς Θρᾴκης (ὄχι βέβαια τῆς ἑλληνικῆς) γιὰ 95 ὁλόκληρα χρόνια. Πατρίδα του ἦταν ἡ Ἀθήνα. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ἴσως νὰ εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο μὲ τὸν προηγούμενο ὅσιο Μᾶρκο τὸν Ἀσκητή.


Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος

Μαρτύρησε στὴν Παλαιστίνη διὰ ξίφους.


Ὁ Ἅγιος Εὐλάμπιος

Μαρτύρησε στὴν Παλαιστίνη διὰ ξίφους.


Ὁ Ἅγιος Ἀρχέλαος καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν 152 Μάρτυρες

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Στὸ Κουτλουμουσιανὸ Μηναῖο οἱ μάρτυρες ἀριθμοῦνται 142).


Οἱ Ἅγιοι Φώτιος καὶ Κύριλλος

Μᾶλλον ἀνῆκαν στοὺς 152 Μάρτυρες, ποὺ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀρχέλαο.


Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης νεομάρτυρας ἀπὸ τὴν Βουλγαρία

Ἦταν ὡραῖος στὸ σῶμα καὶ ἐγγράμματος. Κάποτε μπλέχτηκε σὲ μία περιπέτεια καὶ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Οἱ τύψεις συνειδήσεως ὅμως, γιὰ τὴν ἀποστασία του, τὸν ἔφεραν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ὑποτάχθηκε σ᾿ ἕναν μονόχειρα μοναχό, τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Ἦταν 18 χρονῶν ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ντύθηκε τούρκικα ροῦχα, μπῆκε στὸ τέμενος τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ ἔκανε μπροστὰ στοὺς Τούρκους τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ προσκύνησε μὲ χριστιανοπρέπεια. Οἱ Τοῦρκοι ἀμέσως τὸν συνέλαβαν καὶ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν μεταστρέψουν στὴ θρησκεία τους, τὸν ἀποκεφάλισαν στὴν αὐλὴ τῆς Ἁγίας Σοφίας στὶς 5 Μαρτίου 1784.


Ὁ Ἅγιος Γεώργιος νεομάρτυρας ἀπὸ τὴν Ραψάνη

Ὁ νεομάρτυς ἅγιος Γεώργιος ὁ ἐκ Ραψάνης, ἦταν γόνος τῆς σπουδαίας οἰκογενείας τῶν Χατζηλασκαρέων καὶ ἀπόφοιτος τῆς φημισμένης σχολῆς τῆς πατρίδος του. Ἄσκησε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γραμματοδιδασκάλου στὴ γενέτειρά του. Ἡ ἀλλαγὴ ἑνὸς νεαροῦ ἀλλοθρήσκου ἀπετέλεσε τὴν αἰτία τοῦ μαρτυρίου τοῦ Γεωργίου. Τὸ συνέλαβαν, τὸν δίκασαν σύντομα καὶ τὸν κατεδίκασαν τελεσίδικα σὲ θάνατο μὲ βασανιστήρια. Παρέδωσε μὲ ἀποκεφαλισμὸ τὸ πνεῦμα του στὶς 5 Μαρτίου τοῦ 1818 σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν. Ὁ θάνατος ἀπετέλεσε «τὴν γενέθλιον ἡμέραν» τῆς ζωῆς του καὶ οἱ θαυμαστὲς ἀποκαλύψεις του πιστοποίησαν ἀκόμα μία φορὰ ὅτι «τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος». Τὰ δὲ λείψανα τοῦ ἁγίου μετεφέρθησαν ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του μάρτυρος εἰς Ραψάνην καὶ εὑρίσκονται σήμερον εἰς τὴν οἰκίαν «Καραβασίλη» ὅπου καίει μπροστά τους ἀκοίμητη κανδήλα, καὶ εἶναι προσιτὰ εἰς κάθε εὐλαβὴ προσκυνητή.