Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 15


Ὁ Ἅγιος Κρήσκης

Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἡ Ἐκκλησία δεχόταν ἀνελέητα τὰ βέλη τῶν εἰδωλολατρῶν. Τότε ὁ Κρήσκης ἦταν γέροντας, ἀρκετὰ μεγάλος στὴν ἡλικία. Ὅμως, ἡ θερμή του πίστη καὶ ἡ ἀκατανίκητη δίψα γιὰ ὁμολογία Χριστοῦ, ἔδιναν φτερὰ νεότητας στὸ γέρικο κορμί του γιὰ ἀγῶνα. Μία μέρα, καὶ ἐνῷ θυσίαζε μία ὁμάδα εἰδωλολατρῶν, αὐτὸς πῆγε μὲ κατάλληλο τρόπο ἀνάμεσά τους καὶ προσπάθησε, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις μερικῶν, νὰ τοὺς πείσει γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστης. Αὐτό, βέβαια, τὸ ἔμαθε ὁ ἔπαρχος καί, ἀφοῦ τὸν κάλεσε, τοῦ εἶπε νὰ μὴ προβαίνει σὲ τέτοιες ἐνέργειες, διότι βάζει σὲ κίνδυνο τὸν ἑαυτό του καὶ εἶναι κρῖμα νὰ ὑποστεῖ μαρτυρικὸ θάνατο τώρα στὰ γεράματά του. Ὁ γέροντας Κρήσκης κοίταξε τὸν ἔπαρχο μὲ ἥσυχο βλέμμα καὶ τοῦ ἀπάντησε: «Ἡ ἀλήθεια τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τοὺς θριάμβους τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, γιὰ μένα τὰ βασανιστήρια θὰ ἀποτελοῦν ἡδονὴ καὶ τρυφή, διότι οἱ χριστιανοὶ θεωροῦν εὐεργέτημα νὰ ἀγωνιστοῦν καὶ νὰ πάθουν γιὰ τὸ Χριστό». Ἀμέσως, τότε, διατάχθηκε νὰ τὸν βασανίσουν καὶ ἔτσι μαρτυρικὰ παρέδωσε τὴν ψυχὴ τοῦ στὸ Θεό.


Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Οἱ Ἁγίες Ἀναστασία καὶ Βασίλισσα

Ἦταν καὶ οἱ δυὸ ἀπὸ τὴν Ῥώμη, εὐγενεῖς καὶ πλούσιες (ἐπὶ Νέρωνος 54-68). Καὶ ἦταν ἀπὸ τὶς γυναῖκες ἐκεῖνες, ποὺ μέσα στὴ διαφθορὰ ποὺ κατέκλυζε τὸ λαὸ καὶ τὰ ἀνώτερα στρώματα τῆς κοσμοκράτειρας πόλης, διατηροῦσαν σεμνὰ ἤθη ἄξια τῶν μεγάλων χρόνων τῆς ῥωμαϊκῆς ἀκμῆς. Σὲ τέτοιο ἠθικὸ ἔδαφος, βλάστησε ὁ σπόρος τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ οἱ δυὸ δέχτηκαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, καὶ μὲ τὴν ἀγαθοεργὴ διανομὴ τῶν ὑπαρχόντων τους, ἔγιναν παρηγοριὰ καὶ στήριγμα τῶν χριστιανῶν τῆς Ῥώμης. Ὅταν ὁ Παῦλος καὶ ὁ Πέτρος, ἔπεσαν ἱερὰ σφάγια στὸν πρῶτο διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὸ Νέρωνα, τότε ἡ Ἀναστασία καὶ ἡ Βασίλισσα παρέλαβαν καὶ ἔθαψαν τὰ τίμια λείψανά τους. Μετὰ ἀπὸ λίγο συνελήφθησαν. Κατηγορήθηκαν ὅτι ἀνήκουν σὲ ὁμάδα χριστιανῶν. Ἐκεῖνες, ὄχι μόνο δὲν τὸ ἀρνήθηκαν, ἀλλὰ καὶ δήλωσαν ὅτι καυχῶνται γι᾿ αὐτό, καὶ εὐχήθηκαν, ὅλος ὁ κόσμος νὰ γίνει ἄξιος της ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἀπειλὲς καὶ βασανισμοὶ δὲν ἴσχυσαν νὰ μεταβάλουν τὴν γνώμη τους. Καὶ ἐνῷ εἶχαν κόψει τὰ χέρια καὶ τὴν γλῶσσα τους, τὸ φρόνημά τους παρέμεινε ἀπτωτο. Τελικὰ τὶς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἀξιώθηκαν τῶν λαμπρότερων μαρτυρικῶν στεφάνων.


Οἱ Ἅγιοι Θεόδωρος ὁ Πρεσβύτερος καὶ Παυσολύπιος

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Ἡ δὲ σύναξή τους τελεῖται στὸ γηροκομεῖο τοῦ Μελοβίου.


Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Ἱερομάρτυρας μητροπολίτης Λακεδαιμονίας (1750-1767 ἢ 1764)

Ἦταν λόγιος κληρικὸς καὶ ἡγετικὴ φυσιογνωμία τῆς ἐποχῆς του. Χρημάτισε προηγουμένως ἀρχιεπίσκοπος Δημητσάνας (1747-1750), ἀπέκτησε δὲ τεράστιο κῦρος ὄχι μόνο ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες τῆς Πελοποννήσου, ἀλλὰ καὶ στοὺς Τούρκους. Τὸ 1762 ἡγήθηκε ἀποστολῆς στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πέτυχε τὴν ματαίωση τῆς μετάθεσης τοῦ μετριοπαθοῦς μόρα-Βαλεσὴ Ὀσουμάν, τὸν ὁποῖο οἱ Τοῦρκοι ἀγάδες τῆς Πελοποννήσου προσπαθοῦσαν νὰ διώξουν γιὰ τὰ φιλελληνικά του αἰσθήματα καὶ γιατὶ στεκόταν ἐμπόδιο στὶς αὐθαιρεσίες τους. Ἀνέλαβε ἡγετικὸ ῥόλο στὴν ὀργάνωση καὶ στὸν συντονισμὸ τῆς ἐξεγέρσεως τῶν Ἑλλήνων τῆς Πελοποννήσου, ποὺ εἶχε ζητήσει μὲ εἰδικοὺς ἀπεσταλμένους ἡ Μεγάλη Αἰκατερίνη τῆς Ῥωσίας. Συνεργάστηκε μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Πελοποννήσου, τοὺς προκρίτους καὶ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς γιὰ τὴν ὀργάνωση τῶν πρώτων πυρήνων τῆς ἐξεγέρσεως. Ἡ προσπάθεια ὅμως αὐτὴ ἀπέτυχε, ὁ δὲ διάδοχος τοῦ Ὀσουμάν, ὁ Χαμζᾶ πασάς, πληροφορήθηκε τὶς προετοιμασίες καὶ τὸν ἀποκεφάλισε στὸν Μυστρὰ τὸ 1767. Ὁ μαρτυρικὸς θάνατός του, ποὺ ἐνέπνευσε τὸ δημοτικὸ τραγούδι, ὑπῆρξε μεγάλη συμφορὰ καὶ θρηνήθηκε ἀπὸ τὸν λαό.