Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 22


Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Συκεώτης ἐπίσκοπος Ἀναστασιουπόλεως

Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Συκεὸν τῆς Γαλατίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Ἰουστινιανοῦ. Ἦταν καρπὸς ἁμαρτωλῆς σχέσης, μεταξὺ μίας νεαρῆς, ποὺ ὀνομαζόταν Μαρία, καὶ ἑνὸς βασιλικοῦ ταχυδρόμου, ὀνόματι Κοσμᾶ. Ὁ πατέρας του δὲ στάθηκε στὸ ὕψος τοῦ ἀνδρικοῦ χαρακτῆρα, καὶ γρήγορα ἐγκατέλειψε τὴν παραπλανηθεῖσα ἀπ᾿ αὐτὸν νεαρή. Ἡ Μαρία, ὅμως, στάθηκε κυρία τοῦ ἑαυτοῦ της. Συναισθάνθηκε τὸ σφάλμα της, καὶ μετὰ τὴν πρώτη πτώση δὲ συνέχισε νὰ κατηφορίζει στὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ κράτησε στάση σωφροσύνης καὶ ἀφοσιώθηκε μὲ ὅλη της τὴν ψυχὴ στὴν ἀνατροφὴ τοῦ παιδιοῦ της. Ἔτσι, ὁ Θεόδωρος μεγάλωνε κάτω ἀπὸ τὶς μητρικὲς φροντίδες, «ἀνατρεφόμενος ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Δηλαδή, μὲ παιδαγωγία καὶ νουθεσία, σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Καὶ ὁ Θεὸς ἀντάμειψε τὴν Μαρία γιὰ τὴν ἀνατροφὴ ποὺ ἔδωσε στὸ γιό της καὶ τὴν ἀξίωσε νὰ τὸν δεῖ μεγάλο πνευματικὸ ἄνδρα. Πράγματι, ὁ Θεόδωρος ὅταν μεγάλωσε ἔγινε μοναχὸς καὶ ἔπειτα Ἱερομόναχος. Χάρη στὸ πνευματικό του μεγαλεῖο, τὸν ἐξέλεξαν ὁμόφωνα ἐπίσκοπο Ἀναστασιουπόλεως. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, ὁ Θεόδωρος ἀναδείχθηκε μέγας διδάσκαλος κλήρου καὶ λαοῦ. Συμβούλευε, ἐνθάῤῥυνε καὶ εὐεργετοῦσε τοὺς πάντες. Πολλοὶ ἄρχοντες τοῦ ἔγραφαν καὶ ἔπαιρναν τὶς ὁδηγίες του. Μάλιστα ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ χάρισμα νὰ ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα. Ἔζησε ἀληθινὰ σὰν Ἅγιος καὶ εἰρηνικὰ παρέδωσε τὴν δίκαια ψυχή του (613 μ.Χ.).


Ὁ Ἅγιος Νέαρχος

Μαρτύρησε διὰ πυρός. (Εἰκάζεται ὅτι ἦταν φίλος τοῦ Ἁγίου Πολυεύκτου, 9 Ἰανουαρίου).


Ὁ Ἅγιος Ναθαναὴλ ὁ Ἀπόστολος

Ἡ λέξη Ναθαναὴλ σημαίνει δῶρο Θεοῦ. Πράγματι, τέτοιος ὑπῆρξε καὶ ὁ Ἀπόστολος Ναθαναήλ. Ἦταν ἀπὸ τὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαῖος, ἑπτὰ μίλια βόρεια τῆς Ναζαρέτ, ὅπου ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔκανε τὸ πρῶτο του θαῦμα τῆς μεταβολῆς τοῦ νεροῦ σὲ κρασί. Ἦταν στενὸς φίλος τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ γνωστοποίησε ὅτι: «ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται εὑρήκαμεν Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσήφ, τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ» (Ἰω. α´ 44-52). Ἔπειτα ὁ Ναθαναὴλ ἔγινε καὶ αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς 12 Ἀποστόλους. Τὸ μεγαλύτερο ὅμως ἐγκώμιο γι᾿ αὐτόν, βγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὅταν τὸν εἶδε νὰ ἔρχεται κοντά Του, εἶπε: «Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἐστίν». Δηλαδὴ νὰ ἕνας γνήσιος καὶ πραγματικὸς Ἰσραηλίτης, στὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρχει πονηρία καὶ ἀνειλικρίνεια, ἀλλ᾿ ὁ ὁποῖος μὲ εὐθύτητα ποθεῖ νὰ ἀνεύρῃ τὴν ἀλήθεια. Μετὰ τὴν ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ ὁ Ναθαναὴλ ἐξετέλεσε καὶ αὐτὸς μὲ πολὺ ζῆλο τὸ ἀποστολικό του ἔργο, ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας.


Ὁ Ἅγιος Βικτωρῖνος μάρτυρας