Ἁγιολόγιον - Ἰούνιος 15


Ὁ Προφήτης Ἀμώς

Ὁ Ἀμὼς γεννήθηκε στὸ χωριὸ Θεκουὲ τῆς γῆς τοῦ Ἰούδα. Ἦταν βοσκὸς προβάτων, ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνέδειξε τὸν Ἀμὼς προφήτη. Προφήτευσε 800 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, τότε ποὺ βασιλιὰς τοῦ Ἰούδα ἦταν ὁ Ὀζίας καὶ τοῦ Ἰσραὴλ ὁ Ἱεροθοάμ, γιὸς τοῦ Ἰωᾶς. Στὶς προφητεῖες του χρησιμοποιεῖ σκληρὴ γλῶσσα καὶ ἐλέγχει αὐστηρὰ τὸν ἀποστάτη λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Νὰ τί λέει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἀμώς, στὸ λαὸ ποὺ γνωρίζει, ἀλλὰ καταφρονεῖ τὸ Νόμο Του: «Πλὴν ὑμᾶς ἔγνων ἐκ πασῶν τῶν φυλῶν τῆς γῆς· διὰ τοῦτο ἐκδικήσω ἐφ᾿ ὑμᾶς πάσας τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν». Γνωρίζετε καλά, ὅτι ἐγώ σας ἐξέλεξα σὰν λαό μου ἀπὸ ὅλες τὶς φυλὲς τῆς γῆς καὶ ἀπολαύσατε ἀπὸ μένα πολλὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά. Ἐπειδή, ὅμως, σεῖς καταφρονήσατε τὸ Νόμο μου καὶ ἁμαρτήσατε, γι᾿ αὐτὸ θὰ σᾶς τιμωρήσω γιὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σας, περισσότερο ἀπὸ ὅσο τὰ ἄλλα ἔθνη. Ἂς προσέξει, λοιπόν, καὶ σήμερα κάθε χριστιανός, ποὺ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ γνωρίσει τὸ Νόμο Του, νὰ διαχειρίζεται αὐτὸν μὲ ἱερὴ προσήλωση καὶ αὐταπάρνηση. (Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι, ὁ προφήτης Ἀμὼς ἦταν πατέρας τοῦ προφήτη Ἡσαΐα).


Ὁ Ἅγιος Δουλᾶς

Καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Πραιτωριάδας στὴν Κιλικία, ποὺ ὀνομαζόταν Ζεφύρι. Διακρινόταν γιὰ τὰ φιλανθρωπικά του ἔργα, τὸ ζῆλο του γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὴν συνεχὴ προσπάθειά του νὰ φωτίζει ψυχὲς στὸ δρόμο τῆς ἀληθινῆς σωτηρίας. Καταγγέλθηκε λοιπὸν γι᾿ αὐτὸ στὸν ἔπαρχο Μάξιμο καὶ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσαν νὰ κάμψουν τὸ χριστιανικό του φρόνημα, τὸν ὑπέβαλαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Ἔχυσαν καυτὸ λάδι στὸ κεφάλι του, ἔβαλαν πυρακτωμένα σίδερα στὴ ῥάχη του, συνέτριψαν τὰ μέλη του, χωρὶς ὅμως νὰ πετύχουν μ᾿ αὐτὰ τὴν παραμικρὴ ὑποχώρηση τῆς πίστεως καὶ τοῦ ἡρωισμοῦ του. Κατόπιν ὁ ἔπαρχος μὲ ὠμὸ τρόπο ξέσχισε τὴν κοιλιά του, ἀπὸ τὴν ὁποία χύθηκαν τὰ σπλάγχνα του. Ἔτσι μισοπεθαμένο, τὸν ἀνάγκασαν νὰ τρέχει γύρω στὰ 20 μίλια, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Ἅγιος νὰ πέσει νεκρὸς καὶ ἡ ἁγία του ψυχὴ νὰ πετάξει στὶς σκηνὲς τῶν δικαίων, νικήτρια τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐθαιρεσίας καὶ τυραννίας.


Οἱ Ἅγιοι Φουρτουνᾶτος, Ἀχαϊκὸς καὶ Στεφανᾶς οἱ Ἀπόστολοι

Καὶ οἱ τρεῖς ἦταν συνεργάτες τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ μὲ ὅλη τους τὴν ψυχὴ βοηθοῦσαν γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου μεταξὺ τῶν ἐθνῶν. Ἀναφέρει καὶ τοὺς τρεῖς ὁ Παῦλος, στὴν Α´ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του (ιστ´ 17). Ὅτι δηλαδὴ πῆγαν πρὸς αὐτὸν στὴν Ἔφεσο, ἀπὸ τὴν Κόρινθο, καὶ ἀνακούφισαν τὸ πνεῦμα του μὲ τὴν παρουσία τους καὶ μὲ τὴν βοήθεια ποὺ τοῦ προσέφεραν γιὰ τοὺς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτὸ συνιστᾷ στοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου νὰ τοὺς τιμοῦν. Ἰδιαίτερα γιὰ τὸ σπίτι τοῦ Στεφανᾶ λέει ὅτι ὑπῆρξε ὁ πρῶτος χριστιανικὸς οἶκος τῆς ἐπαρχίας Ἀχαΐας, ποὺ ὑπαγόταν τότε καὶ ἡ Κόρινθος. Τὴν οἰκογένεια τοῦ Στεφανᾶ βάπτισε ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος, καὶ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὅλα της τὰ μέλη ἀφοσιώθηκαν στὴν ὑπηρεσία τῶν ἁγίων. Ὁ Φουρτουνάτος εἶναι ἴσως τὸ λατινικὸ ὄνομα τοῦ Τυχικοῦ, ποὺ οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρουν ὅτι καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀσία καὶ συνόδευε τὸν Παῦλο, μαζὶ μὲ ἄλλους, ὅποτε ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν κυρίως Ἑλλάδα διὰ τῆς Μακεδονίας (Πραξ. Κ´ 4).


Ὁ Ὅσιος Ὀρτίσιος

Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς διάσημους ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου καὶ ἀποφθέγματά του σῴζονται στὸν «Παράδεισο τῶν Πατέρων» τοῦ Παλλαδίου. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος

Γεννήθηκε τὸ 345 στὸ χωριὸ Στριδώνι τῆς Δαλματίας ἀπὸ γονεῖς ἐνάρετους χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι γιὰ νὰ τὸν μορφώσουν καλύτερα, τὸν ἔστειλαν στὴ Ῥώμη. Ἐκεῖ βαπτίστηκε, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ἔπεσε στὴ διαφθορά. Μετὰ τὴν Ῥώμη ἐπισκέφθηκε τὴν Γαλλία. Ἔπειτα ἐπέστρεψε στὴν Ἰταλία καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πέρασε στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἔφθασε τὸ 373 στὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του. Ἀφοῦ βέβαια γρήγορα συνῆλθε ἀπὸ τὶς νεανικές του παρεκτροπές, ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τῆς Χαλκίδας (στὴ Συρία) καὶ ζοῦσε ἀσκητικὴ ζωή. Ἀηδιασμένος ὅμως ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ ὑποκριτὲς μοναχοὺς ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου γνωρίστηκε μὲ τὸν Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνὸ καὶ τὸν Γρηγόριο Νύσσης καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπέστρεψε στὴ Ῥώμη, πολὺ ἐκτιμώμενος γιὰ τὴν πολυμάθειά του. Ἀλλ᾿ οἱ σχέσεις του μὲ μία πλούσια, ἀλλ᾿ εὐσεβὴ χήρα, τὴν Πάουλα, καὶ τὶς θυγατέρες της, σκανδάλισε τὴν Ῥωμαϊκὴ κοινωνία καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ φύγει μὲ τὴν συνοδεία αὐτῶν ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ νὰ πάει διὰ τῆς Ἀντιοχείας στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Βηθλεέμ, ὅπου ἔκτισαν δυὸ Μονές, μία ἀνδρικὴ καὶ μία γυναικεία, στὶς ὁποῖες καὶ διέμεναν. Καὶ ἡ μὲν Πάουλα πέθανε στὴ Βηθλεὲμ τὸ 404 καὶ λύπησε πολὺ τὸν Ἱερώνυμο, αὐτὸς δὲ τὸ 420. Ἀργότερα τὸ ἱερό του λείψανο μετακομίστηκε στὴ Ῥώμη καὶ ἐναποτέθηκε στὸν Ναὸ τῆς S. Maria Maggiore. Ἀκολουθία του, ποίημα Νήφωνος Ἁγιορείτου, ἐκδόθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1925.


Ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος ἐπίσκοπος Ἱππῶνος καὶ Μόνικα ἡ εὐσεβεστάτη μητέρα του

Γεννήθηκε στὴν Ταγάστη τῆς Νουμηδίας στὴν Ἀφρική, τὸ ἔτος 354, ἀπὸ μητέρα χριστιανή, τὴν Μόνικα, καὶ πατέρα εἰδωλολάτρη, τὸν Πατρίκιο. Τὶς πρῶτες του σπουδὲς ἔκανε στὴν ἴδια του τὴν πατρίδα καὶ κατόπιν ὁ πατέρας του τὸν ἔστειλε στὰ Μάδαυρα καὶ γιὰ ἀνώτερες σπουδὲς στὴν Καρχηδόνα. Σὰν φοιτητὴς ἔζησε ζωὴ ἔκλυτη, μάλιστα ἀπέκτησε καὶ ἕναν ἐξώγαμο γιό. Στὴν Ἀφρικὴ προσῆλθε στὸ Μανιχαϊσμό, ἀλλ᾿ ὅταν ἀργότερα ἦλθε στὸ Μιλάνο, οἱ θερμὲς προσευχὲς τῆς μητέρας του Μόνικας, ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ τὰ φλογερὰ κηρύγματα τοῦ Ἀμβροσίου Μεδιολάνων, τράβηξαν τὸν Αὐγουστίνο στὸν χριστιανισμὸ καὶ βαπτίστηκε μαζὶ μὲ τὸ 15χρονο γιό του Ἀδεοδάτη. Ἀπὸ τὸ Μιλάνο ἐπανῆλθε στὴν Ἀφρικὴ καὶ μετὰ τὸν θάνατο τῆς μητέρας του πῆγε στὴ Ῥώμη. Ὅταν δὲ τὸ 391 ἐπισκέφθηκε κάποιους φίλους του στὴν Ἱππῶνα (στὰ παράλια της Νουμηδίας), χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο τῆς πόλης Βαλέριο πρεσβύτερος (395), ἔπειτα βοηθὸς ἐπίσκοπος, καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Βαλερίου τὸν διαδέχτηκε στὸ θρόνο Ἱππῶνος (396). Γιὰ 34 ὁλόκληρα χρόνια, ποίμανε ἄριστα τὸ ποίμνιό του καὶ πέθανε στὶς 28 Αὐγούστου 430 σὲ ἡλικία 76 χρονῶν. Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου συνέταξε ὁ Ἁγιορείτης Ἰάκωβος, ποὺ ἐκδόθηκε στὴ Σμύρνη τὸ 1861 καὶ ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰωάννης Δανιηλίδης, ποὺ ἐκδόθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1914.


Ἡ Ἁγία Γραῦς

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.


Ὁ Ἅγιος Νερσῆς

Τὸ ὄνομα τοῦ Μάρτυρα αὐτοῦ δὲν συναντᾶμε πουθενὰ στοὺς Συναξαριστές. Ἴσως νὰ λέγεται Ναρσῆς.


Ἡ Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου πέραν ἐν τοῖς Μαρανακίου


Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς τῆς Μονῆς Πεσόνσα (Ῥῶσος)

Διὰ Χριστὸν Σαλός.