Ἁγιολόγιον - Αὔγουστος 27


Ὁ Ὅσιος Ποιμὴν

Μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἀδέλφια του ἔκαναν μικρὴ μοναχικὴ ἀδελφότητα σὲ μία μικρὴ σκήτη στὴν Αἴγυπτο. Ἡγούμενος αὐτῆς τῆς ἀδελφότητας ἦταν ὁ Ποιμήν, ποὺ εἶχε ὅλα τὰ προσόντα πραγματικοῦ ποιμένα ψυχῶν. Ἡ φήμη του εἶχε φθάσει σὲ μακρινὲς περιοχὲς καὶ πολὺς κόσμος ἐρχόταν νὰ τὸν δεῖ καὶ νὰ τὸν συμβουλευθεῖ. Αὐτός, ὅμως, δεχόταν μόνο τοὺς μικροὺς καὶ ταπεινούς. Ὅσοι ἔρχονταν ἀπὸ περιέργεια, δὲν τοὺς δεχόταν, ἔστω καὶ ἂν ἦταν ἄρχοντες. Κάποτε ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς θύμωσε ποὺ δὲν τὸν δέχθηκε. Καὶ ἐπειδὴ ἦταν δικαστής, συνέλαβε τὸ μοναχογιὸ τῆς ἀδελφῆς τοῦ ὁσίου, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι τώρα θὰ ἐρχόταν ὁ ἴδιος ὁ Ποιμὴν σ᾿ αὐτόν. Ὁ ὅσιος, ὅμως, ἔγραψε πρὸς αὐτόν: «Ἐξέτασον τὸν ἀνεψιόν μου κατὰ τοὺς νόμους. Εἶναι ἔνοχος; Τιμώρησέ τον. Ἐὰν ὅμως δὲν εἶναι, κᾶμε ὅπως θέλεις». Ὁ δικαστὴς θαύμασε τὰ γραφόμενα τοῦ ὁσίου καὶ ἀμέσως ἀπέλυσε τὸν ἀνεψιό του. Ὅλα αὐτά, βέβαια, τὰ κατάφερνε ὁ Ποιμήν, διότι καλλιεργοῦσε τὸ θεμέλιο τῶν ἀρετῶν, τὴν ταπεινοφροσύνη. Συχνὰ μάλιστα ἔλεγε: «Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ταπείνωσιν, ὅσην ἀπὸ τὸν ἀέρα τὸν ὁποῖον εἰσπνέει. Ἡ ταπεινοφροσύνη τοῦ πνεύματος εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς». Ὁ Ὅσιος Ποιμὴν πέθανε εἰρηνικά, προκύπτοντας σὲ ὅλες τὶς χριστιανικὲς ἀρετές.


Ὁ Ἅγιος Λιβέριος ὁ Ὁμολογητής, Πάπας Ρώμης

Διαδέχτηκε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ρώμης τὸν Πάπα Ἰούλιο. Ὅπως αὐτὸς ἔτσι καὶ ὁ Αἰθέριος, ἦταν συνήγορος τοῦ Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου στοὺς ἀγῶνες, ποὺ ὁ πρόμαχος ἐκεῖνος τῆς ὀρθοδοξίας διεξήγαγε κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ ὑπὲρ τοῦ Ὀρθοδόξου Συμβόλου. Ἀκόμα, ὁ Αἰθέριος προστάτεψε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο τὸν Α´, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος (337 μ.Χ.) ἐπανειλημμένα καταδίωξε γιὰ τὴν ὀρθόδοξη συμπεριφορά του. Καὶ ὅταν ὁ Πάπας Λιβέριος ἦλθε τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ διαφώνησε στὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα μὲ τὸν προστάτη τοῦ Ἀρειανισμοῦ αὐτοκράτορα Κωνστάντιο, αὐτὸς τὸν ἐξόρισε στὴ Θεσσαλονίκη. Κατόπιν ὅμως ἐπανῆλθε στὸ θρόνο του, καὶ ὁ θάνατος τὸν βρῆκε νὰ ποιμαίνει πάντοτε θεάρεστα τὴν ἐκκλησία του. Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης, γιὰ τὸν ἅγιο Αἰθέριο, ἀναφέρει ὅτι ἦταν «ἐκ τῶν ὀρθοδόξων παπῶν τῆς Ρώμης, τῶν πολεμησάντων τὸν Ἀρειανισμόν. Ἀπὸ τοῦ 352 ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης, συνετέλεσε νὰ καταλάβωσι τοὺς οἰκείους θρόνους οἱ πρὸς αὐτὸν καταφυγόντες Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιος καὶ Παῦλος ὁ ὁμολογητής· ἀλλ᾿ ὁ Ἀρειανὸς αὐτοκράτωρ Κωνστάντιος μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ Κώνσταντος, μετεκάλεσεν αὐτὸν εἰς Κωνσταντινούπολη καὶ προσεπάθησε νὰ τὸν ἑλκύση εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ Ἀρείου, καὶ μὴ πεισθέντα ἐξώρισεν εἰς Θρᾴκην (354) ἐπανῆλθεν εἰς τὸν θρόνον τῷ 358, τῇ ἀξιώσει τῶν χριστιανῶν τῆς Ρώμης, καὶ ἀπέθανεν ἐν εἰρήνῃ τῷ 365 (κατ᾿ ἄλλους τὸ 366)».


Ὁ Ἅγιος Ὅσιος ἐπίσκοπος Κορδούης τῆς Ἱσπανίας

Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν γενναία συμμετοχή του στοὺς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Πῆρε μέρος στὴν Α´ Οἰκ. Σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια, καθὼς καὶ σ᾿ αὐτὴ τῆς Σαρδικῆς τὸ ἔτος 347. Ἐπίσης συνέπραξε στὸ ν᾿ ἀθῳωθεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀπὸ τὶς ἐναντίον του κατηγορίες ἐκ μέρους τῶν Ἀρειανῶν. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος καταδίωκε ἀμείλικτα τὸν Ἀθανάσιο, τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ στὸν Ἱεράρχη τῆς Κορδούης Ὅσιο, ποὺ ὑπέβαλε σὲ πολλὲς ἐξορίες καὶ κακοπάθειες. Ὁ Ὅσιος ὅμως, κράτησε ὄρθιο τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του μέχρι τέλους. Δίκαια λοιπὸν τὸν ἐγκωμιάζει γι᾿ αὐτὰ ὁ Θεοδώρητος, ὁ δὲ Μέγας Ἀθανάσιος τὸν τιτλοφορεῖ πατέρα τῶν Ἐπισκόπων.


Βάπτιση τοῦ Αἰθίοπα Εὐνούχου, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Φίλιππο

Βλέπε Η´ Κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, στίχοι 5 ἕως 12.


Ἡ Ἁγία Ἀνθοῦσα ἡ νέα

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τῆς ἔβαλαν τρίχινο κουρέλι καὶ μία μεγάλη πέτρα στὸ λαιμὸ καὶ τὴν ἔριξαν μέσα σ᾿ ἕνα πηγάδι.


Ὁ Ἅγιος Φανούριος ὁ Νεοφανής, ὁ Μεγαλομάρτυρας

Ἄγνωστος στοὺς ἀρχαίους Συναξαριστές. Ἔγινε γνωστὸς ἀπὸ τυχαία εὕρεση τῆς εἰκονας του τὸν 14ο αἰῶνα στὴ Ρόδο, ὅταν ἔσκαβαν παλιὰ σπίτια στὸ νότιο μέρος τοῦ παλιοῦ τείχους. Ἐκεῖ βρέθηκε ἀρχαῖος ναὸς μὲ πολλὲς κατεστραμμένες εἰκόνες καὶ μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἡ καλὰ διατηρημένη εἰκόνα ἐπὶ τῆς ὁποίας ὁ τότε μητροπολίτης Ρόδου Νεῖλος ὁ Β´ ὁ Διασπωρινός(;) (1355-1369) διάβασε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου «ὁ ἅγιος Φανῶ». Ὁ Ἅγιος παριστανόταν σὰν νεαρὸς στρατιώτης, κρατώντας στὸ δεξιό του χέρι σταυρό, πάνω στὸν ὁποῖο ἦταν λαμπάδα ἀναμμένη, γύρω δὲ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τὰ 12 μαρτύρια του. Τὸν ἀρχαῖο αὐτὸ ναὸ ἀνοικοδόμησε ὁ Νεῖλος καὶ τὸν ἀφιέρωσε στὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Φανουρίου, ποὺ ὅπως φαίνεται συνέταξε καὶ τὴν Ἀκολουθία του. (Ἡ ἀναφορὰ στὸ Νέο Λειμωνάριο ὅτι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου βρέθηκε τὸ 1500, εἶναι λανθασμένη. Διότι ὁ ἐπίσκοπος Ρόδου Νεῖλος ἔζησε τὸν 14ο αἰῶνα).


Ὁ Ἅγιος Ἀρκάδιος ὁ βασιλιάς

Κανεὶς ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς δὲν ἀναφέρει τὸν βασιλιὰ Ἄρκαδιο (395-408) σὰν Ἅγιο. Συναντᾶται ἡ μνήμη του μόνο στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο (σελ. 105 ἔκδ. Καλλίστου ἀρχιμ.) μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Μαρτύριο. Ἴσως ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων νὰ εἶχε κάποιους σημαντικοὺς λόγους νὰ τὸν κατατάξει μεταξὺ τῶν Ἁγίων της.


Ὁ Ὅσιος Θεόκλητος

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Συναντᾶται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 ὡς ἑξῆς: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τοῦ ὁσίου Θεοκλήτου. Οὗτος ἦν ἀπὸ Κωνσταντινουπόλεως, ἀξίαν ἔχων μαγίστρου, καὶ καταλιπῶν τὸν κόσμον ἀνῆλθεν ἐν τῷ ὄρει τοῦ Ὀλύμπου, κακεῖσε ἀποταξάμενος καὶ ἀσκήσας ἔτεσι πλείστοις ἐκοιμήθη».