Ἁγιολόγιον - Σεπτέμβριος 27


Ὁ Ἅγιος Καλλίστρατος καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν μαρτυρήσαντες 49 Μάρτυρες

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καρχηδόνα. Οἱ γονεῖς του, καθὼς καὶ οἱ προγονοί του, ἦταν εὐσεβέστατοι χριστιανοί. Ὅταν μεγάλωσε ὁ Καλλίστρατος, κατατάχθηκε στὸ στρατὸ σὰ νεοσύλλεκτος. Ἡ «ὁμίχλη» τῆς σαρκολατρείας ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ στράτευμα δὲν ἐπηρέασε καθόλου τὸν Καλλίστρατο. Ἀντίθετα μάλιστα, καλλιέργησε ἀκόμα περισσότερο τὶς εὐσεβεῖς συνήθειές του. Μία ἀπ᾿ αὐτὲς ἦταν νὰ προσεύχεται κατὰ τὴν νύκτα. Αὐτὸ ὅταν τὸ εἶδαν οἱ συνάδελφοί του, τὸν κατήγγειλαν στὸ στρατηγὸ Περσεντίνο (287 μ.Χ.). Αὐτὸς ἀμέσως τὸν κάλεσε, καὶ ὅταν ἄκουσε καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο ὅτι εἶναι χριστιανός, διέταξε καὶ τὸν βασάνισαν σκληρά. Κατόπιν, ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν μέσα σ᾿ ἕνα σάκκο, τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα. Ἀλλὰ μὲ θαῦμα ὁ σάκκος σχίστηκε, καὶ δυὸ δελφίνια ἔφεραν σῶο καὶ ἀβλαβὴ τὸν Καλλίστρατο, στὴ στεριά. Τότε, 49 στρατιῶτες ποὺ εἶδαν τὸ γεγονὸς πίστεψαν στὸ Χριστό, καὶ ἀφοῦ ἔτρεξαν στὸν Καλλίστρατο, τοῦ εἶπαν: «Πράγματι, εἴδαμε ὅτι ὑπάρχει στ᾿ ἀλήθεια καὶ εἶναι μεγάλος ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος καὶ ἀπὸ τὸ βυθὸ τῆς θάλασσας ὑπερφυσικὰ σὲ ἔβγαλε. Θὰ μποροῦσε, ἄραγε, νὰ δεχθεῖ καὶ ἐμᾶς τοὺς εἰδωλολάτρες;». Ὁ Καλλίστρατος τοὺς ἀπάντησε: «Ὁ δικός μου Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἐκείνους ποὺ ἔρχονται κοντά του δὲν τοὺς διώχνει. Διότι Ἐκείνου ὁ λόγος εἶναι: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Τότε ὁ Καλλίστρατος κατήχησε ὅλους αὐτοὺς τοὺς στρατιῶτες μέσα στὴ φυλακή. Ὁ δὲ Περσεντίνος, ἐρχόμενος σὲ ἀδιέξοδο ἀπὸ τὴν πίστη τους, ὅλους τοὺς ἀποκεφάλισε.


Ἡ Ἁγία Ἐπίχαρις

Ἦταν ἀπὸ τὴν Ρώμη στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ (298) καὶ συνελήφθη ἐπειδὴ ἦταν χριστιανὴ ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Καισάριο. Ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὸν Χριστὸ καὶ βασανίστηκε σκληρά. Συνέτριψαν τὰ μέλη της μὲ μολύβδινη σφαῖρα καὶ στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν.


Ὁ Ὅσιος Ἰγνάτιος ἡγούμενος τῆς Μονῆς Σωτῆρος Χριστοῦ τῆς ἐπιλεγόμενης τοῦ Βαθέος Ρύακος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν δεύτερη ἐπαρχία τῶν Καππαδοκῶν καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Νικηφόρου Β´ Φωκᾶ (963-969) καὶ Ἰωάννη Α´ Τσιμισκῆ (969-976). Ἀπὸ μικρὸς ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ καὶ πῆγε στὸ Μοναστήρι τοῦ Βαθέος Ρύακος (ἡ Μονὴ αὐτὴ βρισκόταν στὴν Τρίγλια κοντὰ στὰ σημερινὰ Μουδανιὰ τῆς Μ. Ἀσίας). Ἐκεῖ ἔμαθε ὅλη τὴν ἀσκητικὴ ἀκρίβεια ἀπὸ τὸν Ὅσιο Βασίλειο (†1 Ἰουλίου), ἡγούμενο καὶ κτήτορα τῆς Μονῆς αὐτῆς. Ὁ Ἰγνάτιος, ἐπειδὴ ἔφτασε σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς, χειροτονήθηκε Ἀναγνώστης, κατόπιν Ὑποδιάκονος, Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος. Ἔπειτα ἔγινε ἡγούμενος τῆς ἐν λόγῳ Μονῆς καὶ ἐπέφερε μεγάλη πρόοδο σ᾿ αὐτή, τόσο ὑλικὴ ὅσο καὶ πνευματική. Ὅταν κάποτε οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντες θέλησαν νὰ μεταχειριστοῦν τὰ χρήματα τῆς Μονῆς, ὁ Ἰγνάτιος μὲ τὴν ἀποφασιστική του στάση, προστάτευσε τὴν μοναστηριακὴ περιουσία. Ἀπεβίωσε στὸ δρόμο κοντὰ στὸ Ἀμόριο (κατ᾿ ἄλλους, ποὺ εἶναι καὶ τὸ πιθανότερο στὸ Ἀρμουτλῆ), ὅταν κάποτε ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Μετὰ ἕνα χρόνο τὸ λείψανό του ἀνακομίστηκε στὴν ἀγαπημένη του Μονή, γιὰ τὴν ὁποία τόσο εἶχε μοχθήσει.


Οἱ Ἅγιοι Μᾶρκος, Ἀρίσταρχος καὶ Ζήνων οἱ Ἀπόστολοι

Ὁ Ἀρίσταρχος εἶχε τὴν μεγάλη τιμὴ νὰ χρηματίσει συνεργάτης τοῦ ἀπ. Παύλου, (πρὸς Φιλήμ. α´, 23) καὶ συναιχμάλωτός του (Κολοσσ. δ´, 10). Κατόπιν διέπρεψε καὶ σὰν ἐπίσκοπος Ἀπαμείας στὴ Συρία. Ὁ Μᾶρκος, ποὺ δὲν εἶναι βέβαια ὁ Εὐαγγελιστής, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Βύβλου καὶ ἔδρασε ἀποστολικά. Ὅπως μάλιστα τοῦ Πέτρου (Πράξ. ε´, 15), ἔτσι καὶ αὐτοῦ ἡ σκιὰ μόνη ὅταν ἔπεφτε στοὺς ἀσθενεῖς τοὺς θεράπευε. Ὁ Ζήνων εἶναι ὁ ἴδιος με τὸν νομικὸ Ζηνᾶ, ποὺ σὰ γνήσιος καὶ εὐδόκιμος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, βοήθησε γι᾿ αὐτὸ καὶ στὴν Κρήτη μαζὶ μὲ τὸν Ἀπολλώ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τόσο συγκινητικὰ καὶ φιλόστοργα συνιστᾷ στὸν Τίτο, νὰ τοὺς φροντίσει τόσο πολύ, ὥστε νὰ μὴ τοὺς λείψει τίποτα (Τίτ. γ´. 13). Ὁ Ζήνων, διέπρεψε καὶ σὰν ἐπίσκοπος Διοσπόλεως.


Οἱ Ἅγιοι Φιλήμων ὁ Ἐπίσκοπος καὶ Φουρτουνιανός

Γιὰ τὴν ζωή τους δὲν βρίσκουμε κανένα στοιχεῖο στοὺς Συναξαριστές.


Ἡ Ἁγία Γαϊανή

Στοὺς Συναξαριστὲς δὲν ὑπάρχει κανένα βιογραφικό της στοιχεῖο, μόνο ἡ φράση «τὰ νῶτα φλεχθεῖσα τελειοῦται». (Ἄλλες πηγὲς ἀναφέρουν ὅτι μαρτύρησε μετὰ τῆς Ἁγίας Ἐπιχάρεως).


Οἱ Ἅγιοι 15 Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: Ἀφοῦ τοὺς ἔβαλαν μέσα σ᾿ ἕνα πλοῖο καὶ ξανοίχτηκαν στὴ θάλασσα, κατόπιν οἱ εἰδωλολάτρες τρύπησαν τὸ πλοῖο μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πνίγουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι αὐτοί.


Ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα

Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ζαγκλιβέρι τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ὁ πατέρας της ὅμως σκότωσε ἕνα Τοῦρκο, μετὰ ἀπὸ φιλονικία μαζί του. Γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὴν τιμωρία τοῦ θανάτου, δέχτηκε τὸν μουσουλμανισμό. Ἀλλ᾿ ἡ μητέρα της ἔμεινε σταθερὴ στὸν Χριστὸ καὶ κάθε μέρα δίδασκε στὴν Ἀκυλίνα τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πίστη. Παρὰ τὶς ἐπίμονες προσπάθειες τοῦ πατέρα της καὶ τὶς ἀπειλὲς τῶν Τούρκων, ἡ Ἀκυλίνα δὲν ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ὅταν τὴν ὁδηγοῦσαν στὸ μαρτύριο τὴν ἀκολουθοῦσε καὶ ἡ μητέρα της, ποὺ τὴν παρότρυνε σ᾿ αὐτό. Ἡ Ἀκυλίνα ἤλεγχε μὲ θάρρος τοὺς Τούρκους καὶ τὴν θρησκεία τους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πεθάνει μαρτυρικά, μετὰ ἀπὸ πολυήμερο ραβδισμό, στὶς 27 Σεπτεμβρίου 1764.


Ὁ Ὅσιος Σαββάτιος « ὁ ἐν Σολοβέτσκῃ» (Ρῶσος)


Ἀνάμνησις τοῦ ὀράματος καὶ τῆς ἀφωνίας τοῦ προφήτου Ζαχαρίου

(Ἡ μνήμη αὐτὴ βρίσκεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο (σ. 112).