Ἁγιολόγιον - Ὀκτώβριος 11


Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ὁ Ἀπόστολος ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ Διακόνους

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἦταν διάκονος μεταξὺ τῶν ἑπτὰ διακόνων τῆς πρώτης Ἐκκλησίας στὴν Ἱερουσαλὴμ (Πράξ. στ´). Ἐπίσης, ἦταν ἔγγαμος καὶ εἶχε τέσσερις θυγατέρες, προικισμένες μὲ προφητικὸ χάρισμα. (Πράξ. κα´ 8-9). Ὁ Φίλιππος, ὅμως, δὲ στάθηκε μόνο στὴν Ἱερουσαλήμ. Πῆγε στὴ Σαμάρεια καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο, σὰν γνήσιος καὶ αὐτὸς «ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ πίστιν ἐκλεκτῶν θεοῦ καὶ ἐπίγνωσιν ἀληθείας τῆς κατ᾿ εὐσέβειαν». Δηλαδὴ ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ διδάξει μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἐξέλεξε ὁ Θεός, τὴν πίστη καὶ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν εὐσέβεια. Ἐκεῖ στὴ Σαμάρεια, διὰ τοῦ κηρύγματός του βάπτισε χριστιανὸ καὶ τὸ Σίμωνα τὸ μάγο. Ἔπειτα, ὁ Φίλιππος συνάντησε στὸ δρόμο του τὸν Εὐνοῦχο τῆς βασίλισσας Κανδάκης, καὶ ἀφοῦ τὸν κατήχησε, βάπτισε καὶ αὐτὸν Χριστιανό. Κατόπιν, πῆγε στὶς Τράλλεις τῆς Μικρὸς Ἀσίας, ὅπου μὲ τὴν διδασκαλία του ἔπεισε ὅλους σχεδὸν τοὺς κατοίκους τῆς πόλης νὰ πιστέψουν στὸ Χριστό. Ὁ Φίλιππος στὴν πόλη αὐτή, ἀφοῦ ἔκτισε καὶ χριστιανικὸ ναό, παρέδωσε στὸ Θεὸ τὴν ψυχή του.


Οἱ Ἁγίες Ζηναΐδα καὶ Φιλονίλλη οἱ ἀδελφές

Ἦταν ἀδελφὲς μεταξύ τους καὶ διακρίθηκαν γιὰ τὴν ἔμπρακτη πίστη τους. Ἡ καταγωγή τους ἦταν ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας. Μερικοὶ συναξαριστὲς νομίζουν ὅτι ἦταν συγγενεῖς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀλλὰ τὰ ὀνόματά τους δὲν ἔχουν κάτι τὸ Ἐβραϊκὸ καὶ ἑπομένως ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτὸς δὲν ἔχει βάση. Βέβαιο ὅμως εἶναι, ὅτι ἦταν γυναῖκες ποὺ διακρίθηκαν γιὰ τὴν θερμή τους πίστη, ἦταν πολὺ μορφωμένες καὶ γνώριζαν τὴν ἰατρικὴ τέχνη ποὺ ἐξασκοῦσαν μὲ τρόπο ἐντελῶς φιλανθρωπικὸ καὶ φιλάδελφο. Θεράπευαν δηλαδὴ δωρεάν, καὶ ἔτρεχαν αὐτὲς στοὺς ἀσθενεῖς καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο. Ἡ θεραπευτική τους ἱκανότητα ἐνεργοῦσε πάντα μὲ ἐπιτυχία, ἐνισχυόμενη ἀπὸ τὴν θεία Χάρη. Αὐτὴ ἡ παροχὴ τῶν ἰατρικῶν ὑπηρεσιῶν τους, τὶς βοηθοῦσε θαυμάσια στὸ νὰ ἐργάζονται καὶ γιὰ τὴν πίστη. Κοντὰ σὲ κάθε ἄῤῥωστο καὶ στὴν οἰκογένεια αὐτοῦ, γίνονταν διδασκάλισσες τοῦ Εὐαγγελίου. Παρηγοροῦσαν καὶ μαλάκωναν μὲ τὰ λόγια τους καὶ τοὺς τρόπους τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ ἐλπίδας, καρδιὲς τραυματισμένες ἀπὸ τὶς συμφορὲς τῆς ζωῆς. Εὐτύχησαν μάλιστα νὰ φωτίσουν, ἀρκετοὺς ἀπίστους στὴ χριστιανικὴ ζωή. Ἡ θεάρεστη αὐτὴ διαγωγή τους, ὑπῆρξε ἡ ἴδια μέχρι τέλους τῆς ζωῆς τους.


Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1353-1354 καὶ 1364-1376). Περίφημος λόγιος κληρικὸς καὶ ὑπέρμαχος τῆς ἡσυχαστικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ. Καταγόταν ἀπὸ ἀξιόλογη οἰκογένεια τῆς Θεσσαλονίκης, ἀσπάστηκε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ χρημάτισε ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας στὸ Ἅγιον Ὄρος κατὰ τὴν περίοδο τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων. Ὑπέγραψε τὸν Ἁγιορείτικο Τόμο γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἡσυχαστικῆς ἄσκησης (1339) καὶ ἔγραψε δυὸ σημαντικοὺς θεολογικοὺς λόγους ἐναντίον τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου. Τὸ 1347 ἐξελέγη μητροπολίτης Ἡράκλειας τῆς Θρᾴκης καὶ ἔλαβε μέρος στὴν μεγάλη σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1351), ἡ ὁποία διακήρυξε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ μὲ τὸν περίφημο «Τόμο». Μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ πατριάρχη Καλλίστου Α´ ἐξελέγη πατριάρχης (1353), ἀλλὰ μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ Καλλίστου, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο (1354), στὸν ὁποῖο ἐπανῆλθε τὸ 1364. Κατὰ τὴν δεύτερη πατριαρχία του ὑποστήριξε τὴν θεολογία τῶν ἡσυχαστῶν καὶ ἀποδοκίμασε τὴν προσπάθεια τῶν ἀδελφῶν Δημητρίου καὶ Προχόρου Κυδώνη νὰ εἰσαγάγουν στὸ Βυζάντιο τὴν σχολαστικὴ θεολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη. Στὴν σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1368) ἀφορίστηκε ὁ Πρόχορος Κυδώνης καὶ ἀνανεώθηκε τὸ κῦρος τοῦ Τόμου τῆς συνόδου τοῦ 1351. Ἄσκησε μὲ μεγάλη σύνεση τὰ πατριαρχικά του καθήκοντα καὶ ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὀργάνωση τῶν Ἐκκλησιῶν Ῥωσίας, Σερβίας, Βλαχίας, Βουλγαρίας κ.ἄ., στὶς ὁποῖες διαδόθηκε ἡ ἡσυχαστικὴ θεολογία καὶ πνευματικότητα. Στὶς σχέσεις του μὲ τὸν παπικὸ θρόνο ὑποστήριξε τὴν ἀνάγκη σύγκλησης Οἰκουμενικῆς συνόδου γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν διαφορῶν. Ἔγραψε θεολογικὲς πραγματεῖες καὶ λόγους γιὰ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ὅπως ἐπίσης Βίους καὶ ἀκολουθίες ἁγίων.


Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Γραπτός, ὁ Ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος Νικαίας

Ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Θεοδώρου τοῦ Γραπτοῦ (γιατί ἐπονομάστηκαν ἔτσι γράψαμε στὸ βιογραφικὸ σημείωμα τοῦ Θεοδώρου) καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν γνώση τῶν ἁγίων γραφῶν καὶ τῆς ἱερῆς θεολογίας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀκριβῆ γνώση τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν συγγραφῶν. Ὁ Θεοφάνης τὸ 838, ἔθαψε μὲ μεγάλη λύπη τὸν ἀδελφό του Θεόδωρο, ὅταν αὐτὸς πέθανε στὴν ἐξορία. Κατόπιν ὁ Θεοφάνης ἐξορίστηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Ὅταν πέθανε ὁ εἰκονομάχος βασιλιὰς Θεόφιλος, ἀνέλαβε τὴν διαχείριση τῆς βασιλικῆς ἀρχῆς. Ὁ δὲ Πατριάρχης Μεθόδιος, ἔκανε τὸν Θεοφάνη Μητροπολίτη Νικαίας. Ἐπετέλεσε τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα μὲ μεγάλη ἀκρίβεια καὶ πέθανε ἥσυχος μὲ τὴν συνείδησή του, ὅτι ἐκπλήρωσε ἄρτια τὰ καθήκοντά του πρὸς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, τόσο σὰν ἁπλὸς ἱερομόναχος ὅσο καὶ σὰν ἐπισκοπικὸς κυβερνήτης. Ὁ Θεοφάνης ὁ Γραπτὸς εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Ἕλληνες θρησκευτικοὺς ποιητὲς καὶ ὑμνογράφους τοῦ 8ου αἰῶνα, ἀφοῦ συνέγραψε πολλοὺς κανόνες.


Οἱ Ἅγιοι Νεκτάριος, Ἀρσάκιος καὶ Σισίνιος Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως

Ὁ Νεκτάριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας. Ἱερὸς καὶ Ὅσιος στὴ ζωή, συγκλητικὸς στὸ ἀξίωμα. Κατὰ τὴν 2η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τὴν καθαίρεση τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχη Μαξίμου, μὲ κοινὴ ψῆφο λάου καὶ κλήρου καὶ γνώμη τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου, ἂν καὶ λαϊκὸς (καὶ μάλιστα ἀβάπτιστος), ἐκλέχτηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (381-397 ἀφοῦ βέβαια πρῶτα βαπτίστηκε). Μὲ μεγάλη θεοσέβεια ἀφοῦ ποίμανε τὴν ἐκκλησία, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ Ἀρσάκιος καταγόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Πατριάρχη Νεκταρίου. Ὁ Ἀρσάκιος ἦταν πρεσβύτερος τῆς ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ κλήθηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο (404-405) σὰν διάδοχος τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ ἐνῷ εἶχε περάσει τὸ 80ό ἔτος τῆς ἡλικίας του. Ἥσυχα καὶ κατὰ Χριστὸν ἀφοῦ ἔζησε μετὰ ἀπὸ μικρὴ πατριαρχία, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ Σισίνιος ἀνέλαβε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὶς ἀρχὲς τοῦ 426, διαδεχθεὶς τὸν Πατριάρχη Ἀττικό. Πρὸ τῆς ἐκλογῆς του, ἔκανε τὰ καθήκοντα τοῦ πρεσβυτέρου στὴν Ἐλαία. Ὁ Σισίνιος ἦταν φημισμένος γιὰ τὶς ἀρετές του καὶ γιὰ τὶς ἄοκνες προσπάθειές του γιὰ τὴν περιποίηση τῶν φτωχῶν. Ἡ χειροτονία του καὶ ἡ ἐγκαθίδρυσή του ἔγινε ἀπὸ Σύνοδο, ποὺ συγκάλεσε ὁ Θεοδόσιος ὁ Β´. Ὁ Σισίνιος ὁ Α´ καὶ σὰν πατριάρχης ἐξακολουθοῦσε τὴν φιλανθρωπική του δράση καὶ ἀναδείχτηκε φιλόστοργος πατέρας τῶν φτωχῶν τάξεων. Πατριάρχευσε ἕνα χρόνο καὶ δέκα μῆνες. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 87 χρονῶν.


Μνήμη τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Αὐτὴ ἔγινε στὴ Νίκαια τὸ 787, ἐπὶ βασιλέως Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῆς μητέρας του καὶ ἐπὶ Ἀδριανοῦ Πάπα Ῥώμης, Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Πολιτιανοῦ Ἀλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Ἀντιοχείας καὶ Ἠλία Ἱεροσολύμων. Συνολικὰ οἱ Πατέρες ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴ Σύνοδο αὐτὴ ἦταν 365 καὶ ἀναθεμάτισαν τὴν αἵρεση τῶν εἰκονομάχων. Διατύπωσαν, ὅτι ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση τῆς Εἰκόνας διαβαίνει στὸ πρωτότυπο (δηλαδὴ στὸν εἰκονιζόμενο Ἅγιο) καὶ ὄχι στὰ καθ᾿ αὐτὸ ξύλο καὶ χρῶμα τῆς εἰκόνας.


Οἱ Ἅγιοι Θεοφάνης ἐπίσκοπος Σολέας καὶ Ἰωνᾶς ὁ ἐν Περγάμῳ τῆς Κύπρου

Βλέπε σχετικῶς στοὺς Α.Χ.Ε.Χ.