Ἁγιολόγιον - Ὀκτώβριος 15


Ὁ Ἅγιος Λουκιανός ὁ ἱερομάρτυρας, πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας

Γεννήθηκε στὰ Σαμόσατα τῆς Συρίας ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, καὶ μὲ ἀνάλογο τρόπο ἀνατράφηκε. Μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων του, διαμοίρασε στοὺς φτωχοὺς τὴν πατρική του περιουσία καὶ ἀφοσιώθηκε στὴ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν, διότι στὴ σκέψη του ἐπικρατοῦσαν τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ». Δηλαδή, ὅλη ἡ Γραφὴ ἔχει ἐμπνευσθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ὠφέλιμη γιὰ νὰ διδάσκει τὴν ἀλήθεια, νὰ ἐλέγχει τὶς πλάνες, νὰ διορθώνει αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν καὶ νὰ παιδαγωγεῖ στὴν ἀρετή. Κατόρθωσε, λοιπόν, καὶ ὁ Λουκιανὸς νὰ γίνει βαθὺς γνώστης τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ δίδασκε μὲ θάῤῥος καὶ ἀκρίβεια τὸ θεῖο λόγο, ἐνθαῤῥύνοντας τοὺς χριστιανοὺς στὸ μαρτύριο. Στὴν Ἀντιόχεια, μάλιστα, ἵδρυσε σχολή, ὅπου φοίτησαν ἀρκετοὶ μαθητές, καταρτιζόμενοι στὰ χριστιανικὰ δόγματα καὶ στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς. Ὅταν ὁ Λουκιανὸς ἔμαθε ὅτι στὴ Νικομήδεια ὁ Διοκλητιανὸς καταδίωκε καὶ θανάτωνε τοὺς χριστιανούς, ἄφησε τὴν Ἀντιόχεια καὶ πῆγε στὴ Νικομήδεια γιὰ νὰ στηρίξει καὶ νὰ ἐνισχύσει τοὺς Χριστιανοὺς στὸ μαρτύριο. Συνελήφθη, ὅμως, ἀπὸ τὸ Διοκλητιανὸ καὶ κλείστηκε στὴ φυλακή, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ πείνα.


Ὁ Ὅσιος Βάρσος ὁ ὁμολογητής, Ἐπίσκοπος Ἐδέσσης

Ἔζησε στὰ μέσα του 4ου αἰῶνα. Μὲ τὴν δυναμικὴ δράση του, ἦταν καρφὶ στὸ μάτι τῶν Ἀρειανῶν αἱρετικῶν, ὅταν αὐτοὶ συντάραζαν τὴν ἐκκλησία. Τότε ὁ Ὅσιος Βάρσος εἶχε ἤδη διακριθεῖ σὰν ἐπίσκοπος Ἐδέσσης μὲ τὴν ἀγαθοεργία του, τὴν δραστηριότητά του καὶ τὴν δύναμη τῆς διδασκαλίας του. Πλούτισε τὶς γνώσεις του ἀφοῦ ἐπισκέφτηκε τὴν Φοινίκη, τὴν Αἴγυπτο καὶ αὐτὴν τὴ Θηβαΐδα. Ἀλλὰ στὴ σκληρὴ διαμάχη μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρετικῶν, ὁ ἐπίσκοπος Βάρσος δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ παραμείνει ἀμέτοχος. Διδάσκοντας, ὑπεράσπιζε τὸ ὀρθόδοξο δόγμα καὶ ξεσκέπαζε τὴν πλάνη τῶν Ἀρειανῶν. Γι᾿ αὐτὸ ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης, θερμότατος ὑπερασπιστὴς τῶν αἱρετικῶν, ἐξόρισε τὸν Βάρσο στὴ νῆσο Ἄρανδο. Ἀλλ᾿ ἐκεῖ ἔφταναν πλήθη ὀρθοδόξων καὶ ζητοῦσαν τὴν εὐλογία τοῦ Βάρσου, ποὺ ἔτσι ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι καρφὶ στὸ μάτι τῶν αἱρετικῶν. Μὲ τὶς προτροπές τους ὁ Οὐάλης τὸν ἐξόρισε στὴν Ὀξύῤῥυγχο τῆς Αἰγύπτου. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ νέα συῤῥοὴ ὀρθοδόξων κύκλωνε τὸν γενναῖο ἐπίσκοπο. Τέλος τὸν ἔκλεισε σ᾿ ἕνα φρούριο κοντὰ στὸ Ἀλγέρι. Καὶ ἐκεῖ ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή, ἀφοῦ ἀφιέρωσε τὴ ζωή του ὁλόκληρη ὑπηρετῶντας τὸν θεό, τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν πλησίον. Ἡ δὲ σωζόμενη κλίνη τοῦ Ἁγίου στὴν Ἄρανδο, ἐτιμᾶτο ἀπὸ τοὺς ντόπιους γιὰ τὰ ἐκτελούμενα δι᾿ αὐτῆς θαύματα.


Ὁ Ὅσιος Σαβίνος ὁ ἐπίσκοπος

Ὁ Ὅσιος αὐτός, λόγω τῶν πολλῶν του ἀρετῶν ἔγινε ἐπίσκοπος, ἄγνωστο σὲ ποιὸν τόπο. Ἔπειτα, ἐπειδὴ μισοῦσε τὶς ταραχὲς ποὺ συνόδευαν τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα, ἔφυγε στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ ἔκανε πολλοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ ἔφτασε σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ θαυματουργεῖ καὶ θεράπευσε πολλοὺς συνανθρώπους του ἀπὸ διάφορες σωματικὲς καὶ ψυχικὲς ἀῤῥώστιες. Ἀφοῦ καὶ μὲ τὴν σοφὴ διδασκαλία του ὠφέλησε πολλούς, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ὁ Παρισινὸς Κώδικας 1578 τὸν ἀναφέρει σὰν ἐπίσκοπο Κύπρου).


Διήγηση μοναχοῦ ὑποτακτικοῦ περὶ ὑπακοῆς

Λεπτομέρειες βλέπε «ΜΕΓΑ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ» Ματθαίου Λαγγῆ τόμος 10ος σελ. 333, ἔκδ. 1992.


Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Νέος

Γεννήθηκε στὶς μέρες τοῦ αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Λέοντα Ε´ τοῦ Ἀρμενίου (813-820), σὲ κάποια κωμόπολη τῆς Γαλατίας, τὴν Ὄψω, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Ἄγκυρα (σημερινὴ πρωτεύουσα τῆς Τουρκίας). Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι καὶ εὐσεβεῖς, καὶ ὀνομαζόταν Ἐπιφάνιος καὶ Ἄννα. Εἶχαν καὶ δυὸ κόρες, τὴν Μαρία, ποὺ ἦταν πρεσβυτέρα καὶ τὴν Ἐπιφανία. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἦλθε σὲ κατάλληλη ἡλικία, παντρεύτηκε καὶ ἀπόκτησε μία κόρη τὴν Ἀναστασώ (τὴ γυναῖκα του τὴν ἔλεγαν Εὐφροσύνη). Ἐπειδὴ ὅμως ἐπιθυμοῦσε τὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἀφοῦ τακτοποίησε τὶς οἰκογενειακές του ὑποθέσεις, πῆγε σὲ μοναστήρι, κοντὰ στὸν Ὅσιο Ἰωαννίκιο, στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας. Ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ δοκιμασία, γίνεται μοναχός, τὸ 842, μὲ τὸ ὄνομα Εὐθύμιος, ἀπὸ Νικήτας ποὺ ὀνομαζόταν πρῶτα. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια ἀσκήσεως στὸ κοινόβιο αὐτό, ὁ Εὐθύμιος ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπέστρεψε στὸν Ὄλυμπο καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες καὶ ταξίδια, ἵδρυσε κοντὰ στὴ Θεσσαλονίκη τὴν Μονὴ Περιστερῶν τὸ 871, ὅπου ἐγκαταστάθηκε καὶ τὴν ἀνέδειξε μὲ τὴν ἄριστη πνευματικὴ ζωή του, σὲ ἄριστο πνευματικὸ κέντρο. Ἔτσι λοιπόν, ἀσκητικὰ καὶ θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν 15η Ὀκτωβρίου 894. Τὴ βιογραφία του συνέγραψε ὁ ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Βασίλειος, ποὺ ὑπῆρξε καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου.