Ἁγιολόγιον - Νοέμβριος 18


Ὁ Ἅγιος Πλάτων

Ἦταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ. Ἀγαθὴ ψυχὴ ὁ Πλάτων, ἐργαζόταν ἀδιάκοπα γιὰ τὴν διάδοση τῆς χριστιανικῆς πίστης. Ἀνακούφιζε τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀσθενεῖς με γενναῖες ἀγαθοεργίες, διότι ἦταν πολὺ πλούσιος. Καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Ἀγριππίνο καὶ ὁμολόγησε ὅτι πράγματι πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ ὅτι γι᾿ Αὐτὸν ζεῖ καὶ ἐργάζεται. Ὁ Ἀγριππίνος, βλέποντας ὅτι ὁ Πλάτων ἦταν ὡραῖος καὶ πλούσιος, θέλησε νὰ τὸν παρασύρει μὲ διάφορα δελεαστικὰ τεχνάσματα. Τοῦ παρουσίασε, μάλιστα, καὶ τὴν ὄμορφη ἀνεψιά του, καὶ τοῦ εἶπε ὅτι, ἂν ἐγκατέλειπε τὴ χριστιανικὴ πίστη, θὰ τοῦ τὴν ἔδινε σύζυγο. Ὁ Πλάτων ἀμέσως ἀρνήθηκε, διότι δὲν ἀγαποῦσε τὶς πρόσκαιρες ἀπολαύσεις καὶ στὸ μυαλό του κυριαρχοῦσε ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ἑαυτοὺς ἐν ἀγάπῃ Θεοῦ τηρήσατε, προσδεχόμενοι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς ζωὴν αἰώνιον», ποὺ σημαίνει, φυλάξτε καὶ διατηρῆστε τοὺς ἑαυτούς σας στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, περιμένοντας μὲ ἐμπιστοσύνη τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ πετύχουμε δι᾿ Αὐτοῦ τὴν αἰώνια ζωή. Τότε ὁ Ἀγριππίνος μαστίγωσε ἀνελέητα τὸν Πλάτωνα. Ἔπειτα, μὲ πυρωμένα ῥαβδιὰ ἔκαψε τὶς σάρκες του καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε (306 μ.Χ.).


Ὁ Ἅγιος Ῥωμανός

Ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα μ.Χ. Ἐπειδὴ ὁ ἔπαρχος Ἀντιοχείας Ἀσκληπιάδης φώναζε καὶ βλασφημοῦσε κατὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ πιστὴ καρδιὰ τοῦ Ῥωμανοῦ πῆρε φωτιὰ ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση ἐναντίον του. Καὶ κάποια μέρα, καιροφυλάκτησε τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἔπαρχος θὰ ἔμπαινε στὸ ναὸ τῶν εἰδώλων, καὶ τοῦ εἶπε κατὰ πρόσωπο: «τὰ εἴδωλα δὲν εἶναι θεοί». Ὀργισμένος ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας, διέταξε καὶ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα τοῦ Ῥωμανοῦ. Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς μὲ θαῦμα, διατήρησε τὴν λαλιὰ στὸ Ῥωμανὸ καὶ χωρὶς τὴν γλῶσσα του. Ἔτσι ὅταν τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακὴ κήρυττε τὸν Χριστὸ στοὺς δεσμοφύλακες. Οἱ εἰδωλολάτρες, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν σ᾿ αὐτὰ τὰ θαύματα, ἔπνιξαν τὸν γενναῖο μάρτυρα (τὸ 304 μ.Χ.). Ἀλλ᾿ ἡ ἀλήθεια δὲν πνίγεται. Ἀντίθετα οἱ διωγμοὶ ἐπιταχύνουν τὸν θρίαμβό της. Καὶ δὲν πέρασαν πολλοὶ αἰῶνες καὶ τὰ εἴδωλα ἔπεσαν σ᾿ ὅλην τὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, κατὰ τὸν ἀληθινὸ λόγο τοῦ Ῥωμανοῦ, ποὺ φωνάζει καὶ στὴν ἐποχὴ τῶν σύγχρονων εἰδώλων, ὅτι «τὰ εἴδωλα δὲν εἶναι θεοί».


Τὸ ἅγιο νήπιο

Τὸ ἅγιο αὐτὸ νήπιο, ῥωτήθηκε ἀπὸ τὸν ἔπαρχο ποιὸ Θεὸ πιστεύει καὶ ἀπάντησε θαυματουργικὰ μὲ καθαρὴ φωνητικὴ ἄρθρωση, τὸν Χριστό. Τότε ἀμέσως ἀποκεφαλίστηκε. (Αὐτὸ συνέβη ὅταν ὁ Ἅγιος Ῥωμανὸς εἶπε στὸν ἡγεμόνα Ἀσκληπιάδη, ὅτι καὶ τὰ παιδιὰ ἀκόμα γνωρίζουν ὅτι τὰ εἴδωλα δὲν εἶναι θεοί).


Ὁ Ἅγιος Ῥωμανὸς ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη

Ἦταν Διάκονος τῆς Ἐκκλησίας στὴν Καισαρεία τῆς Παλαιστίνης καὶ μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ τὸ 298 στὴν Ἀντιόχεια. Αὐτὸς λοιπὸν ἐνθάῤῥυνε τοὺς Χριστιανούς, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μαρτυρίου νὰ ὁμολογοῦν τὸν Χριστό. Τότε ἀμέσως συνελήφθη καὶ καταδικάστηκε νὰ καεῖ ζωντανός. Ὁ Διοκλητιανὸς ὅμως, διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὴ γλῶσσα. Ἀλλ᾿ ὁ Ἅγιος, διὰ θαύματος μιλοῦσε καὶ ἐνθάῤῥυνε τοὺς χριστιανοὺς ἀκόμα ἐντονότερα. Μπροστὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση, τὸν φυλάκισαν καὶ μέσα στὴ φυλακὴ τὸν ἔπνιξαν, τυλίγοντας σφιχτὰ στὸν λαιμό του ἕνα σχοινὶ καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. (Διαπιστώνουμε ἐδῶ, ὅτι τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ συγχέεται μὲ αὐτὸ τοῦ προηγουμένου, κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ Ἁγ. Ῥωμανοῦ καὶ πολὺ πιθανὸν νὰ πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο πρόσωπο).


Οἱ Ἅγιοι Ζακχαῖος ὁ Διάκονος καὶ Ἀλφαῖος

Ὁ Ζακχαῖος, ποὺ ἦταν Διάκονος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γαδείρων (μικρὸ νησὶ τῆς Ἱσπανίας, ποὺ βρίσκεται στὸν Ἀτλαντικὸ καὶ πολὺ κοντὰ στὴ στεριὰ τῆς Ἱσπανίας), σύρθηκε ἁλυσοδεμένος στὸ κριτήριο τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Τότε βασανίστηκε σκληρὰ καὶ ῥίχτηκε στὴ φυλακή, τοποθετημένος γιὰ τέσσερα ἡμερονύκτια πάνω σὲ εἰδικὸ βασανιστικὸ ξύλο. Κατόπιν ἔφεραν στὸ κριτήριο τὸν Ἀλφαίο, ποὺ ἦταν γεμάτος Πνεύματος Ἁγίου καὶ τοῦ ξέσχισαν τὶς πλευρές. Ἔπειτα ἔκαψαν τὶς πληγές του καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπως καὶ τὸν συναγωνιστή του Ζακχαῖο. Τὴν ἑπομένη τοὺς ἀποκεφάλισαν (307 μ.Χ.) καὶ ἔτσι οἱ ἅγιες ψυχές τους πέταξαν στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ.


Ὁ Ὅσιος Βασίλειος

Τὴ μνήμη του βρίσκουμε μόνο στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 χωρὶς κάποια ἄλλη προσθήκη.


Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Νεομάρτυρας ἀπὸ τὴν Παραμυθιὰ τῆς Ἠπείρου

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Παραμυθιὰ τῆς Ἠπείρου. Κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ θέρους, βρισκόταν μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή του καθὼς καὶ μὲ ἄλλους χριστιανοὺς στοὺς ἀγρούς. Ἐκεῖ λοιπόν, ἦλθε σὲ συμπλοκὴ μὲ κάποιους Τούρκους, ποὺ ἐπιτέθηκαν μὲ κακὸ σκοπὸ στὴν ἀδελφή του. Τότε οἱ Τοῦρκοι, προσβληθέντες ἀπὸ τὴ συμπλοκὴ αὐτή, συκοφάντησαν τὸν Ἀναστάσιο στὸν πασά, ὅτι δῆθεν ἔδωσε λόγο νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη του. Ὁ πασὰς τὸν συνέλαβε καὶ τὸν πίεζε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Στὶς προτάσεις τοῦ πασᾶ ὁ Ἀναστάσιος ἀπάντησε: «Ποτὲ δὲν ἔδωσα τέτοιο λόγο. Χριστιανὸς γεννήθηκα, χριστιανὸς καὶ θὰ πεθάνω μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ μου. Ὅσο γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ μοῦ ὑπόσχεσαι, δὲν ἐνδιαφέρομαι καθόλου, διότι ἔχω πολλὰ ἀγαθὰ αἰώνια, ποὺ βρίσκονται στοὺς οὐρανοὺς καὶ δὲν ἔχουν καμιὰ σύγκριση μὲ τὰ παρόντα». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ἀναστάσιος, κατόρθωσε καὶ ἔκανε χριστιανὸ τὸν γιὸ τοῦ πασᾶ, Μοῦσα ὀνομαζόμενο (κάποιες πληροφορίες ἀναφέρουν ὅτι μετονομάστηκε Δημήτριος καὶ μάλιστα μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστό). Ὁ δὲ Ἅγιος, ἀφοῦ βασανίστηκε μέσα στὴ φυλακὴ μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο, τελικὰ ἀποκεφαλίστηκε ἔξω ἀπὸ τὴν Παραμυθιὰ κοντὰ σ᾿ ἕνα Μοναστήρι στὶς 18 Νοεμβρίου 1750. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφίασαν μὲ τιμὲς οἱ μοναχοί του Μοναστηριοῦ αὐτοῦ.