Ἁγιολόγιον - Νοέμβριος 22


Οἱ Ἅγιοι Φιλήμων ὁ Ἀπόστολος, Ἄρχιππος, Ὀνήσιμος καὶ Ἀπφία

Καὶ γιὰ τοὺς τέσσερεις Ἁγίους ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολή του. Ὁ Φιλήμων καὶ ἡ σύζυγός του Ἀπφία ἦταν χριστιανοὶ στὴν πόλη τῶν Κολασσῶν, μὲ ἀνεπτυγμένο αἴσθημα φιλανθρωπίας. Χρησιμοποιοῦσαν δὲ τὰ πλούτη τους μὲ προθυμία γιὰ τὴν ἀνακούφιση φτωχῶν, ἀσθενῶν καὶ γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ χριστιανισμὸ προσῆλθαν διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅταν αὐτὸς εἶχε ἔλθει στὴν πόλη τους. Μάλιστα, γιὰ τὶς ἀγαθοεργίες τοῦ Φιλήμονα γράφει συγκεκριμένα: «Χάριν ἔχομεν πολλὴν καὶ παράκλησιν ἐπὶ τὴν ἀγάπη σου ὅτι τὰ σπλάγχνα τῶν ἁγίων ἀναπέπαυται διὰ σοῦ, ἀδελφέ». Δηλαδή, ἔχουμε πολλὴ χαρὰ καὶ παρηγοριὰ γιὰ τὴν ἀγάπη σου, διότι οἱ καρδιὲς τῶν ἀδελφῶν χριστιανῶν ἔχουν βρεῖ ἀνάπαυση μὲ τὶς εὐεργεσίες καὶ ἀγαθοεργίες σου, ἀδελφέ. Γιὰ τὸν Ἄρχιππο λέγεται ὅτι ἦταν συγγενής, ἴσως καὶ γιὸς τοῦ Φιλήμονα καὶ τῆς Ἀπφίας. Ὁ Παῦλος, ἐπειδὴ ὁ Ἄρχιππος εἶχε μεγάλη ἀφοσίωση στὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, στὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολή του τὸν ὀνομάζει στρατιώτη. Ὁ Ὀνήσιμος ἦταν ὑπηρέτης τοῦ Φιλήμονα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀπέδρασε καὶ πῆγε στὴ Ῥώμη. Ἐκεῖ ἔπεσε στὰ δίχτυα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ τὸν ἔστειλε πίσω στὸ Φιλήμονα, χριστιανὸ πλέον. Καὶ παρακαλεῖ τὸν Φιλήμονα νὰ δεχθεῖ τὸν Ὀνήσιμο, ὄχι σὰν ὑπηρέτη, ἀλλὰ σὰν ἀδελφό. Κατὰ τὴν παράδοση, ὅλοι μαρτύρησαν γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου.


Οἱ Ἅγιοι Κικιλία, Βαλεριανὸς καὶ Τιβούρτιος

Ἔζησαν τὸν 3ο αἰῶνα μετὰ Χριστόν. Οἱ γονεῖς τῆς Κικιλίας ἦταν εἰδωλολάτρες, ἀπὸ τοὺς πιὸ εὐγενεῖς καὶ ἐπισήμους. Ἀλλ᾿ ἡ κόρη τους ἄκουσε τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀγάπησε καὶ βαπτίστηκε. Μετὰ ἀπὸ λίγο τὴν πάντρεψαν μὲ τὸν Βαλεριανό, νέο με εὐγενικὰ αἰσθήματα ποὺ μὲ τὴν ἐπίδραση τῆς ἐκλεκτῆς συζύγου, ἀσπάσθηκε καὶ αὐτὸς τὴ χριστιανικὴ θρησκεία. Κατόπιν μάλιστα, καὶ οἱ δυὸ μαζί, ἔφεραν στὸ χριστιανισμὸ καὶ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Βαλεριανοῦ Τιβούρτιο. Κατὰ τὸν διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ, ἀπειράριθμοι ὑπῆρξαν αὐτοὶ ποὺ ἀκολούθησαν τὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου. Ἔτσι καὶ ἡ Κικιλία, ὁ Βαλεριανὸς καὶ ὁ Τιβούρτιος δὲν φρόντισαν νὰ κρυφτοῦν. Φανερὰ παρηγοροῦσαν τὶς χῆρες καὶ συντηροῦσαν τὰ ὀρφανὰ τῶν μαρτύρων, ἀκόμα καὶ περισυνέλεγαν τὰ λείψανά τους καὶ τὰ ἔθαβαν μὲ εὐλάβεια. Ὅταν τοὺς ἔπιασαν γιὰ τὸ ἔργο ποὺ ἔκαναν, ὁμολόγησαν μὲ θάῤῥος τὴν πίστη τους καὶ θανατώθηκαν μὲ ἀποκεφαλισμό. Ἡ ἐκκλησία τῆς Ῥώμης θρήνησε τὴν μεγάλη ἀπώλεια, καὶ ἔθαψε τὰ λείψανά τους μὲ μεγάλη εὐλάβεια.


Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Καπιτουλάριος

Ἦταν δεσμοφύλακας κάποιας φυλακῆς τῆς Ῥώμης, πίστεψε στὸν Χριστὸ διὰ τῶν Ἁγίων Βαλεριανοῦ καὶ Κικιλίας (βλέπε πιὸ πάνω), ὁμολόγησε τὴν πίστη του καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο (αἰκισθεὶς τελειοῦται).


Οἱ Ἅγιοι Μᾶρκος, Στέφανος καὶ Μᾶρκος

Μαρτύρησαν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ καὶ ἡγεμόνα Μάγου τὸ ἔτος 290 μ.Χ. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας καὶ ἐπειδὴ ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ σὰν ἀληθινὸ Θεό, ἀποκεφαλίστηκαν.


Ὁ Ἅγιος Προκόπιος ὁ Παλαιστίνιος

Ὑπῆρξε ἀσκητὴς διάσημος, ἀλλὰ καὶ πολυμαθὴς θεολόγος καὶ φιλόσοφος. Ἐγκαταστάθηκε στὴ Σκυθόπολη τῆς Παλαιστίνης καὶ ἐπιτελοῦσε τὰ καθήκοντα τοῦ ἀναγνώστη καὶ κήρυκα. Καταγγέλθηκε ὅμως ὅτι εἵλκυε πλήθη εἰδωλολατρῶν στὴ Χριστιανικὴ θρησκεία, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε δέσμιος στὴν Καισαρεία τῆς Παλαιστίνης. Ἐκεῖ προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν ὅτι ἡ ἀλήθεια βρίσκεται στὸ πολυθεϊκὸ θρήσκευμα. Ἐκεῖνος, ἀνατρέποντας τὰ ἐπιχειρήματα τῶν ἀντιπάλων του, παρέθεσε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὴν Ὁμηρικὴ φράση: «Οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη, εἷς κοίρανος ἔστω». Ἐπιμένοντας ἔτσι στὴν ἀληθινὴ πίστη του, καταδικάστηκε σὲ θάνατο διὰ ξίφους.


Ὁ Ἅγιος Μένιγνος ὁ κναφέας

Μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Δεκίου (251) καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Πάριο τῆς Κολωνίας στὸν Ἑλλήσποντο, μεταξὺ Κυζίκου καὶ Λαμψάκου. Ὅταν σηκώθηκε ὁ διωγμός, ὁ Μένιγνος, ἀψηφῶντας τὶς σκληρὲς τιμωρίες, ὁμολόγησε στὴ μέση της ἀγορᾶς τὸν Ἰησοῦ καὶ προέτρεψε τοὺς χριστιανοὺς νὰ σταθοῦν ἰσχυροὶ ἀπέναντι τῶν ἀσεβῶν αὐτοκρατορικῶν διαταγμάτων καὶ νὰ μείνουν ἀσάλευτοι στὴ χριστιανικὴ πίστη. Συνελήφθη καὶ ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ προσκυνήσει τὰ εἴδωλα, ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ. Ὅταν τὸ πληροφορήθηκε ἡ σύζυγός του ἔτρεξε κοντά του καὶ τὸν παρακολουθοῦσε κλαίγοντας. Ἐκεῖνος, παρηγορώντας την, τῆς ἔλεγε ὅτι ὁ θάνατός του θὰ ἐξασφάλιζε τὴν παντοτινή τους ἕνωση. Διότι, μόνο ὅσοι μένουν μὲ τὸν Θεὸ ἑνωμένοι, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ χωριστοῦν ποτέ. Μετὰ ἀπὸ λίγο τὸ κεφάλι του ἔπεφτε καὶ τάφηκε ἐκεῖ στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του.


Ὁ Ὅσιος Ἄββας

Αὐτὸς προηγουμένως ἦταν Ἀγαρηνὸς καὶ πίστεψε στὸν Χριστὸ μέσῳ ἑνὸς μοναχοῦ, γιὰ νὰ γίνει στὴ συνέχεια καὶ ὁ ἴδιος μοναχός. Μὲ τὴν συνοδεία τοῦ μοναχοῦ λοιπόν, ποὺ τὸν ἔκανε χριστιανό, πῆγε στὸν μεγάλο ἀσκητὴ Εὐσέβειο (15 Φεβρουαρίου), ποὺ ἀσκήτευε πάνω σ᾿ ἕνα βουνὸ κοντὰ στὸ χωριὸ Ἄσιχα καὶ ἔμεινε κοντά του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Εὐσεβείου, ὁ Ἄββας τὸν διαδέχτηκε στὴν ἐπιστασία τῆς δημιουργηθείσας Μονῆς καὶ ὑπῆρξε τύπος αὐστηροῦ ἀσκητῆ στοὺς ὑφισταμένους του. Ἔζησε μὲ μεγάλη σκληραγωγία, πολλὴ ἐγκράτεια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ὅσιος Κάλλιστος ὁ Β´, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ἀνέβηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸ ἔτος 1397. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ζωντανὴ εὐσέβεια καὶ φιλανθρωπία του. Ἄφησε ὅμως τὴν πατριαρχεία, ἐπειδὴ τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἦταν πολὺ ταραγμένα καὶ ἀποσύρθηκε σὲ Μονή, ὅπου καὶ ἀσκητεύοντας ἀπεβίωσε.


Οἱ Ἅγιοι Χριστοφόρος καὶ Εὐφημία

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Μᾶλλον οἱ ἴδιοι με αὐτοὺς τῆς 19ης Νοεμβρίου).


Οἱ Ἅγιοι Θαλλελαῖος καὶ Ἄνθιμος

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Μᾶλλον οἱ ἴδιοι μὲ αὐτοὺς τῆς 19ης Νοεμβρίου).


Ὁ Ἅγιος Θαδδαῖος

«Ἐν τροχῷ δεθεὶς καὶ κατὰ πρανοῦς ἀφεθεὶς τελειοῦται».


Ὁ Ἅγιος Ἀγαπίων (ὁ Ῥωμαῖος)

Ἐπειδὴ ὁμολόγησε τὸν Χριστό, τὸν ἔριξαν γιὰ τροφὴ στὰ ἄγρια θηρία. Θαυματουργικὰ ὅμως βγῆκε ἀβλαβὴς καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ἅγιος Ἀγάπιος

Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 σημειώνεται, ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία).


Ὁ Ἅγιος Σισίνιος ὁ Ἱερομάρτυρας

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.


Ὁ Ἅγιος Κλήμης ὁ Θαυματουργὸς ἐπίσκοπος Ἀχρίδας τῆς Βουλγαρίας

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μιχαὴλ (842-867), γιοῦ τοῦ βασιλιᾶ Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου. Ἀπὸ μικρὸς εἶχε τὴν μοναχικὴ κλίση καὶ ἔτσι κατέφυγε σὲ μοναστήρι, ὅπου ἀσκήτευε στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ μελετοῦσε συστηματικὰ τὴν Ἁγία Γραφή. Γιὰ τὶς εὐαγγελικές του ἀρετὲς χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Μεθόδιο ἐπίσκοπος Βουλγαρίας, ποὺ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἀποστολικὰ ποίμανε. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Τὸ δὲ ἱερὸ λείψανό του, κατατέθηκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα, ποὺ ὁ ἴδιος ἔκτισε, στὴν Ἀχρίδα τῆς Βουλγαρίας.


Ἡ Κοίμησις τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ Δούκα Τφερίας (Ρῶσος)


Ὁ Ὅσιος Γερμανός, ἱδρυτὴς Ἱερᾶς Μονῆς Εἰκοσιφοινίσσης

(ἔζ. τὸ 880).