Ἁγιολόγιον - Δεκέμβριος 9


Ἡ Σύλληψις τῆς Θεοτόκου

Ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἄννης Μητέρας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Γιὰ τὴν μητέρα τῆς Θεοτόκου Ἄννα δὲν ἀναφέρουν τίποτα σχετικὸ τὰ Εὐαγγέλια, οὔτε τὰ ὑπόλοιπα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὅτι ξέρουμε γι᾿ αὐτή, τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὰ λεγόμενα ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια. Σύμφωνα μὲ τὴν διήγηση αὐτή, ποὺ συμφωνεῖ μὲ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἱερέας Ματθᾶν, κάτοικος τῆς Βηθλεέμ, ἀπέκτησε τρεῖς θυγατέρες: τὴν Μαρία, τὴν Σοβὴ καὶ τὴν Ἄννα. Ἡ Μαρία, ἀφοῦ παντρεύτηκε στὴ Βηθλεέμ, γέννησε ἐκεῖ τὴν Ἐλισάβετ, τὴν μητέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ. Ἡ Ἄννα παντρεύτηκε τὸν Ἰωακεὶμ ἀπὸ τὴν Γαλιλαῖο. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀτεκνίας, ἀπέκτησε κόρη, τὴν Παρθένο Μαρία. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι οἱ γονεῖς της τὴν ἀφιέρωσαν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ναοῦ τῆς Ἱερουσαλήμ, σὲ ἡλικία τριῶν ἐτῶν. Αὐτοὶ δὲ μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια πέθαναν. Τὴν Ἁγία Ἄννα τιμοῦσαν ἀπὸ τὰ ἀρχαία χρόνια. Τὸ συμπεραίνουμε αὐτὸ ἀπὸ διάφορους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀρχαίους ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους, ποὺ ὑπάρχουν πρὸς τιμὴν τῆς μητέρας τῆς Θεοτόκου. Ἐπίσης, τὸ ἔτος 550, ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός, ἀφιέρωσε ναὸ στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς τιμὴν τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἂς ζητᾶμε λοιπὸν τὶς πρεσβεῖες τῆς Ἁγίας Ἄννας πρὸς τὸ Θεό, γιὰ τὴν ἐνδυνάμωση τῆς ψυχῆς μας καὶ τὴν τελικὴ σωτηρία της.


Ἡ Ἁγία Ἄννα ἡ προφήτιδα, Μητέρα τοῦ προφήτη Σαμουὴλ

Ἦταν στεῖρα γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ βυθίστηκε σὲ μεγάλη θλίψη. Ἡ ψυχή της ποθοῦσε νὰ σφίξει στὴν ἀγκαλιά της ἕνα δικό της παιδί. Ἀλλ᾿ ὁ καιρὸς περνοῦσε καὶ ἡ στείρωση παρέμενε. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὅμως ἡ Ἄννα, ποὺ ἦταν σύζυγος τοῦ Ἐλκανᾶ γιοῦ τοῦ Ἱερεμεήλ, ἀπὸ τὴν Ἀρμαθαίμ, εἶχε συνεχῆ ἐλπίδα στὸ Θεό. Καὶ κάθε χρόνο, ἀνέβαινε στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου στὴ Σηλῶ καὶ προσευχόταν μὲ δάκρυα καὶ νηστεῖες. Ὁ καλός της σύζυγος Ἐλκανά, προσπαθοῦσε νὰ τὴν παρηγορήσει, ἀλλ᾿ ἡ Ἄννα ἦταν ἀπαρηγόρητη καὶ συνεχῶς προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τῆς χαρίσει παιδὶ καὶ αὐτὴ θὰ τὸ ἀφιέρωνε σ᾿ Αὐτόν. Ἡ θερμὴ προσευχή της εἰσακούστηκε καὶ ἡ Ἄννα συνέλαβε. Ἔκανε γιὸ καὶ τὸν ὀνόμασε Σαμουήλ. Μετὰ τὴν ἀπογαλάκτιση τοῦ παιδιοῦ, οἱ δυὸ γονεῖς ἀνέβηκαν στὴ Σηλῶ μαζὶ μὲ τὸν Σαμουὴλ καὶ μὲ ὅ,τι ὅριζε ὁ νόμος σ᾿ αὐτὲς τὶς περιστάσεις. Ἐκεῖ ἡ εὐσεβὴς Ἄννα ἔφερε τὸ παιδάκι της στὸν Ἱερέα Ἠλί, γιὰ νὰ τὸ ἀφιερώσει στὴν ὑπηρεσία τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου. Καὶ γεμάτη χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ εἶπε τὸν ὑπέροχο ὕμνο: «Ἐστερεώθη καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου, ἐπλατύνθη ἐπ᾿ ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρίᾳ σου... κλπ.». Μετὰ ἀπ᾿ αὐτό, ἡ θεία χάρη εὐλόγησε τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσεβῆ ἀφοσίωση τῆς Ἄννας ἀκόμη περισσότερο. Τῆς χάρισε τρεῖς ἀκόμα γιοὺς καὶ δυὸ θυγατέρες. Καὶ πραγματοποιήθηκε ἔτσι ἡ προφητική της ἐνόραση, κατὰ τὴν ὁποία εἶπε: «στείρα ἔτεκεν ἑπτά, καὶ ἡ πολλὴ ἐν τέκνοις ἠσθένησεν». Γιὰ τὴν Ἄννα αὐτή, ὁ Χρυσόστομος ἀφιέρωσε πολλὲς καὶ λαμπρὲς ὁμιλίες.


Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ νεολαμπὴς «ὁ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ἀντίπᾳ κειμένου»

Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε τὸν 8ο αἰῶνα μ.Χ. Ἀνατράφηκε μὲ εὐσέβεια ἀπὸ τοὺς γονεῖς του Ζαχαρία καὶ Θεοφανὼ καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία θερμότατα, στὰ χρόνια ποὺ βασίλευε ὁ Θεόφιλος ὁ εἰκονομάχος. Ὅταν ἐπὶ βασιλίσσης Θεοδώρας ἦλθε ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθόδοξης πίστης, ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος χειροτόνησε τὸν Στέφανο πρεσβύτερο καὶ τὸν κατάταξε στὸν κλῆρο τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του Ζαχαρία, κληρονόμησε μεγάλη περιουσία, τὴν ὁποία διαμοίρασε σὲ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα καὶ ὁ ἴδιος ἀφοσιώθηκε στὶς ὑποχρεώσεις τῆς ἱερῆς διακονίας, φωτίζοντας καὶ ἐνισχύοντας μὲ τὴν διδασκαλία του ψυχές. Κατοικοῦσε δὲ στὴν περιοχὴ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα, ὅπου προσέρχονταν πολλοὶ καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς τάξεις, ἑλκυσμένοι ἀπὸ τὴν φήμη τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς διδακτικότητάς του. Ὁ Ὅσιος Στέφανος πέθανε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 73 ἐτῶν, ποὺ ὅλα πέρασαν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ.


Ὁ Ἅγιος Σωσίθεος

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.


Ὁ Ἅγιος Ναρσῆς ὁ Πέρσης

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.


Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ

Μαρτύρησε διὰ ξίφους. Μᾶλλον εἶναι ὁ ἴδιος μ᾿ αὐτὸν τῆς 22ας Σεπτεμβρίου.


Ἡ Ἁγία Βάσσα

Πατρικία καὶ ἡγουμένη μονῆς γυναικείας στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἵδρυσε καὶ τὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μηνᾷ, ποὺ ἡγούμενός της ὑπῆρξε ὁ ἐπίσκοπος Ἰαμνίης, Στέφανος. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο (σελ. 120).


Ὁ Ἅγιος Ἐάσιος

Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του βρίσκεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621 ὡς ἑξῆς: Ἔζησε ἐπὶ Διοκλητιανοῦ (284-304) καὶ ὅτι, καταγγέλθηκε σὰν χριστιανὸς στὸν ἄρχοντα Καλβησιανό. Καὶ ἀφοῦ ὁμολόγησε τὸν Χριστό, πρῶτα τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα, ἔπειτα τὸν κρέμασαν πάνω σ᾿ ἕνα ξύλο καὶ τὸν ἔγδαραν μὲ σιδερένια νύχια. Κατόπιν τοῦ ἔσπασαν τὶς κνῆμες καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν βασάνισαν πάλι σκληρά, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἡ βιογραφία του μάρτυρα αὐτοῦ, εἶναι ὅμοια μὲ αὐτὴ τοῦ μάρτυρα Ἐὔπλου (11 Αὐγούστου) καὶ καθόλου ἀπίθανο ὁ Ἐὔπλους, ἀπὸ ἀπροσεξία, νὰ ἔγινε Ἐάσιος.


Ἡ Ἁγία Wulhilda (Ἀγγλίδα)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστοφόρου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησοῦ, Ἀθῆναι 1985.