Ἁγιολόγιον - Δεκέμβριος 15


Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος γεννήθηκε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἔζησε τὸ 2ο αἰῶνα μ.Χ. Τότε αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Κόμμοδος καὶ ὁ Σεπτίμιος Σεβῆρος. Ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, ἀνατράφηκε σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ τὴν εὐσεβέστατη καὶ φιλάνθρωπη μητέρα του, Ἀνθία. Διακαὴς πόθος τῆς Ἀνθίας, ἦταν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Ῥώμη, ποὺ τὰ χώματά της εἶχαν βαφεῖ μὲ τὸ αἷμα τῶν Ἀποστόλων, Πέτρου καὶ Παύλου. Κάποτε λοιπόν, ἀποφάσισε καὶ πῆγε. Μαζὶ πῆρε καὶ τὸ νεαρὸ γιό της Ἐλευθέριο. Ὁ ἐπίσκοπος Ῥώμης, ὅταν εἶδε τὸν Ἐλευθέριο, ἐκτιμῶντας τὴν πολλὴ νοημοσύνη του, τὴν θερμὴ πίστη καὶ τὸ ἁγνὸ ἦθος του, τὸν ἔλαβε ὑπὸ τὴν προστασίαν του. Μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια τὸν χειροτόνησε διάκονο καὶ ἔπειτα ἱερέα. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ Ἐλευθέριος ἀγωνίστηκε μὲ ζῆλο γιὰ τὴν διδαχὴ τοῦ ποιμνίου καὶ σὲ ἔργα φιλανθρωπίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἔτος 182 μ.Χ., μὲ κοινὴ ψῆφο κλήρου καὶ λαοῦ, ἀνῆλθε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ῥώμης. Ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του ἔφθασε μέχρι τὴ Βρετανία. Ἔτσι, ὁ βασιλιὰς αὐτῆς Λούκιος, ἔγραψε ἐπιστολὴ στὸν Ἐλευθέριο καὶ τοῦ δήλωνε ὅτι αὐτὸς καὶ ὁ λαός του ἐπιθυμοῦσαν νὰ γίνουν χριστιανοί. Ὁ Ἐλευθέριος ἀμέσως ἀνταποκρίθηκε, στέλνοντας δυὸ ἐκπαιδευμένους στὴν πίστη ἄνδρες, ποὺ κατήχησαν καὶ βάπτισαν χριστιανοὺς τὸ Λούκιο μὲ τὸ λαό του. Ὅταν ὁ Σεπτίμιος Σεβῆρος ἐξήγειρε διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ Ἐλευθέριος τὸν ἤλεγξε θαῤῥαλέα. Τότε διατάχθηκε ὁ μαρτυρικὸς θάνατός του, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Ἀνθία. Ἔτσι ὁ Ἐλευθέριος πέρασε «εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ στὴν ἐλευθερία τῆς ἔνδοξης κατάστασης τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ.


Ἡ Ἁγία Ἀνθία

Πρόκειται γιὰ τὴν μητέρα τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, ποὺ ὅταν ἀγκάλιασε τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ γιοῦ της, οἱ δήμιοι ἀποκεφάλισαν καὶ αὐτή.


Ὁ Ἅγιος Κορέμων ὁ ἔπαρχος

Αὐτὸς ἦταν ἔπαρχος Ῥώμης στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ἀδριανοῦ (117-138). Ἦταν παρὼν στὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου καὶ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου πίστεψε στὸν Χριστό, τὸν ὁμολόγησε καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἀποκεφάλισαν.


Οἱ Ἅγιοι Δύο δήμιοι

Μαρτύρησαν καὶ αὐτοὶ στὴ Ῥώμη ἐπὶ Ἀδριανοῦ (117-138). Πίστεψαν στὸ Χριστὸ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου καὶ ἀποκεφαλίστηκαν.


Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος ὁ Κουβικουλάριος

Ἐπίσημος Κωνσταντινουπολίτης, συγκλητικὸς στὸ ἀξίωμα, ποὺ ἀνατράφηκε καὶ μορφώθηκε μέσα στὰ ἀνάκτορα. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρουν, ὅτι τὸ ἀποκορύφωμα τῆς δόξας τοῦ Ἐλευθερίου ἦταν στὴν ἐποχὴ τοῦ Μαξιμιανοῦ (286-305), μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε φιλία, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν φαίνεται πιθανό. Ὁ Ἐλευθέριος θέλησε νὰ γίνει χριστιανὸς καὶ προφασιζόμενος λόγους ὑγείας, ἀπομακρύνθηκε τῶν αὐλικῶν θορύβων καὶ ἐγκαταστάθηκε σ᾿ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὸ Σαγγάριο ποταμό, ὅπου ἔκτισε ὑπόγειο εὐκτήριο οἶκο. Ἐκεῖ βαπτίσθηκε καὶ κοινωνοῦσε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Ὅταν ὁ βασιλιὰς ἔμαθε γι᾿ αὐτόν, πῆγε στὸν τόπο αὐτό, τὸν ἀνακάλυψε καὶ προσπάθησε μὲ πολλοὺς τρόπους νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὴν εἰδωλολατρία, πρᾶγμα ποὺ δὲν τὸ κατάφερε καὶ ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισε.


Ἡ Ἁγία Σωσάννα ἡ Ὁσιομάρτυς

Γυναῖκα μὲ μεγάλη καὶ ἁγία ἀποφασιστικότητα ἡ Σωσάννα, ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνα. Γεννήθηκε στὴν Παλαιστίνη ἀπὸ πατέρα εἰδωλολάτρη ἱερέα τὸν Ἀρτέμιο καὶ μητέρα Ἰουδαία τὴν Μάρθα. Ἡ ἴδια ὅμως, ἀπὸ εὐσεβεῖς γυναῖκες γνώρισε τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ κρυφὰ βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Σιλουανό. Μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων της, ἡ ἐπικοινωνία της μὲ τοὺς χριστιανοὺς ἔγινε φανερή. Αὐτὸ ἐξόργισε τόσο πολύ τους εἰδωλολάτρες καὶ τοὺς Ἑβραίους, ὥστε ἔφτασαν μέχρι τοῦ σημείου νὰ ἑνωθοῦν μὲ σχέδιο νὰ τὴν σκοτώσουν. Ὁ ἐπίσκοπος τὸ πληροφορήθηκε καὶ ἐπειδὴ ἡ μανία τους μποροῦσε νὰ ἐπεκταθεῖ καὶ κατὰ τῶν ἄλλων χριστιανῶν, σκεφτόταν τί μποροῦσε νὰ κάνει γιὰ νὰ ἀποτρέψει τὸν κίνδυνο. Τὴ λύση ὅμως, ἔδωσε ἡ ἴδια ἡ Σωσάννα. Διαμοίρασε ὅλη της τὴν περιουσία στοὺς φτωχούς, ντύθηκε ἀνδρικὰ καὶ ἐγκατάλειψε τὰ Ἱεροσόλυμα. Στὸ δρόμο πρὸς τὴν ἔρημο συνάντησε ἀναχωρητήριο εὐσεβῶν ἀνδρῶν, στὸ ὁποῖο καὶ ζήτησε καταφυγή. Λέγεται μάλιστα, ὅτι ἐκεῖ μετονομάστηκε σὲ Ἰωάννης καὶ ἀσκήτεψε εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια. Ἀργότερα πῆγε στὴν Ἐλευθερούπολη, ἀφοῦ ἔβαλε πάλι τὴν γυναικεία της στολή. Ὅταν ἔγινε ὁ διωγμὸς κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἡ Σωσάννα ἐξακολούθησε φανερὰ νὰ λατρεύει καὶ νὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό. Συνελήφθη γι᾿ αὐτὸ καὶ καταδικάστηκε μαζὶ μὲ ἄλλους σὲ θάνατο. Καὶ ἐκείνους μὲν ἀποκεφάλισαν, αὐτὴ δὲ ῥίχτηκε στὴ φωτιά, μέσα στὴν ὁποία καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή της. (Ἡ μνήμη της, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, τοποθετεῖται καὶ τὴν 19η Σεπτεμβρίου).


Ὁ Ἅγιος Βάκχος ὁ Νέος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τῶν Βασιλέων Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης (780-797). Ἦταν γιὸς γονέων χριστιανῶν, ἀλλὰ ὁ πατέρας του ἀρνήθηκε τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔγινε μωαμεθανός. Ἕνας ἀπὸ τοὺς γιούς του ὅμως ὁ Δαχάκ, θέλησε νὰ ἐπανέλθει στὸν χριστιανισμό, παρακινῶντας καὶ τὴν εὐσεβὴ μητέρα του καὶ κατέφυγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου βαπτίσθηκε καὶ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Βάκχος. Ἀλλ᾿ ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, φοβούμενος τυχῶν ἐκδίκηση τῶν Τούρκων, ἔδιωξε τὸν Βάκχο ἀπὸ τὴν Μονή. Στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Ἅγιος βρῆκε τὴν μητέρα καὶ τὰ ἀδέλφια του, ποὺ ἐπανέφερε στὴ Χριστιανικὴ πίστη, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν κατάγγειλε στοὺς Τούρκους. Οἱ Τοῦρκοι ἀμέσως συνέλαβαν τὸν Βάκχο καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Ὁ Ἅγιος, μπροστὰ σ᾿ ὅλους τοὺς παρευρισκόμενους μωαμεθανούς, ὁμολόγησε τὴν χριστιανική του πίστη καὶ ἔτσι ἀποκεφαλίστηκε.


Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Νέος ποὺ ἀσκήτευε στὸ Λάτριο ὄρος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἐλαία, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν Πέργαμο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Ἀντίοχο καὶ τὴν Εὐδοκία, οἱ ὁποῖοι νωρὶς πέθαναν καὶ ἄφησαν τὸν Παῦλο ὀρφανὸ καὶ ἀπροστάτευτο. Ἔτσι ὁ Παῦλος ἀναγκάστηκε νὰ βόσκει χοίρους γιὰ νὰ ζήσει. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του Βασίλειος, ποὺ ἀσκήτευε στὸ ὄρος Λάτρος (Δυτικὴ Μ. Ἀσία, κοντὰ στὴν ἀρχαία Μίλητο), ἔμαθε τὴν κατάσταση τοῦ Παύλου καὶ ἔστειλε κάποιο μοναχὸ νὰ τὸν βρεῖ καὶ νὰ τὸν φέρει στὴ Μονή. Στὴν ἀρχὴ οἱ χωρικοὶ ἀρνήθηκαν νὰ δώσουν τὸν ὀρφανό, ἀλλὰ ὁ ἀδελφός του τὸν ἐμπιστεύθηκε στὸν ἀσκητὴ Πέτρο σὰ μαθητευόμενο. Κοντὰ στὸν Πέτρο, ὁ Παῦλος διδάχτηκε τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ τόσο πολὺ διακρίθηκε σ᾿ αὐτή, ὥστε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πέτρου οἱ μοναχοὶ τὸν κάλεσαν στὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς. Αὐτὸς ὅμως δὲν δέχτηκε καὶ ἔφυγε πιὸ μέσα στὸ βουνὸ καὶ ζοῦσε μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή. Ἔπειτα κατέβηκε στὰ κάτω μέρη τοῦ βουνοῦ καὶ ἔκτισε ὡραῖο ναὸ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὅπου καὶ παρέμεινε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ ἔκανε καὶ πολλὰ θαύματα. Μερικοὶ Συναξαριστὲς ἀναφέρουν ὅτι πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα τὸ 896.


Μνήμη Χειροτονίας Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Αὐτὴν τὴν ἡμέρα, μὲ κοινὴ γνώμη κλήρου, βασιλέων καὶ λαοῦ, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χειροτονήθηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (15 Δεκεμβρίου 397 μ.Χ.).


Ὁ Ἅγιος Στέφανος Ἀρχιεπίσκοπος Σουρόζας (Ρῶσος)