Εὐστάθιος Γιαννῆς - Ἡ Ὀρθόδοξη εἰκόνα ὡς τόπος καὶ τρόπος πολλαπλῶν συναντήσεων

Ὁ Εὐστάθιος Κ. Γιαννῆς εἶναι θεολόγος καὶ ἁγιογράφος


Ἡ τετρακτὺς τῶν συναντήσεων: Ἡ εἰκόνα τοῦ Κυρίου

Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα, ὡς θεολογικὴ γλώσσα, «μιλάει» γιὰ πολλαπλὲς συναντήσεις καὶ ταυτόχρονα καλεῖ σὲ συναντήσεις.

Εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, κατὰ πρῶτον, ἀποτελεῖ φανέρωση καὶ ὁρατὴ πιστοποίηση τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεώς μας ὅτι «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Ὅτι ἡ ἀπερινόητη καὶ ἀχώρητη καὶ ἄπειρη θεία φύση «κενοῦται» καὶ συναντᾶ τὴν πεπερασμένη ἀνθρώπινη φύση· ὅτι τὸ ἄκτιστο συναντᾶται μὲ τὸ κτιστὸ καὶ ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο τοῦ κτιστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Πενθέκτη Σύνοδος (691) μὲ τὸν 82ο κανόνα της, προκειμένου νὰ ὑπογραμμίσει τὴν κεφαλαιώδους σημασίας ἀλήθεια τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ἀπαγορεύει στὸ ἑξῆς τὴ συμβολικὴ ἀπεικόνιση τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ἀμνοῦ καὶ ὁρίζει: «ἀναστηλοῦσθαι τὴν εἰκόνα Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, κατὰ τὸν ἀνθρώπινον χαρακτῆρα». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ εἶναι σὲ θέση οἱ πιστοὶ νὰ κατανοοῦν «τὸ τῆς ταπεινώσεως ὕψος τοῦ Θεοῦ Λόγου» καὶ θὰ χειραγωγοῦνται «πρὸς μνήμην τῆς ἐν σαρκὶ πολιτείας τοῦ τε πάθους αὐτοῦ καὶ τοῦ σωτηρίου θανάτου καὶ τῆς ἐντεῦθεν γενομένης τῷ κόσμῳ ἀπολυτρώσεως».

Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὴ συνοδικὴ ἀπόφαση ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ γίνεται τόπος φανέρωσης αὐτῆς τῆς λυτρωτικῆς συνάντησης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Φανερώνει τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ἡ σαρκωμένη Ἀλήθεια στὴν πληρότητά της, τὴν ὁποία ὤφειλε ἡ χριστιανικὴ κοινότητα νὰ τὴν δείξει στὰ μάτια ὅλων, γιὰ νὰ ὑπογραμμίζεται ἔτσι ἡ ἄρνηση κάθε ἀφηρημένης καὶ μεταφυσικῆς σύλληψης τῆς θρησκείας. Ἀλήθεια στὸ ἑξῆς δὲν εἶναι μιὰ ἰδέα ἢ ἕνα ἀφηρημένο σχῆμα, ἀλλὰ συγκεκριμένο πρόσωπο ποὺ μπορεῖ νὰ εἰκονίζεται. Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ πιὰ ὄχι μόνο νὰ μιλάει γιὰ τὴν ἀλήθεια ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν δείχνει: Εἶναι ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ εἰκονίζει τὸ πρόσωπο ἢ τὴν ὑπόσταση τοῦ ἔνσαρκου Λόγου, στὴν ὁποία συναντῶνται καὶ ἑνώνονται «ἀσυγχύτως» καὶ «ἀδιαιρέτως» ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση. «Παντὸς εἰκονιζομένου οὐχ ἡ φύσις, ἀλλ᾿ ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται· περιγραπτὸς ἄρα Χριστὸς καθ᾿ ὑπόστασιν, κἂν τῇ θεότητι ἀπερίγραπτος, σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης». Μὲ τὴ σαφὴ αὐτὴ πατερικὴ διάκριση φύσεως καὶ προσώπου ἢ ὑποστάσεως ὑπερβαίνεται ὁ σκόπελος τόσο τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, ὅσο καὶ τοῦ νεστοριανισμοῦ καὶ προβάλλεται ἡ ὀρθόδοξη ἄποψη ὅτι στὴν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ γίνεται ὁρατὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μὲ τὴν ἀνθρώπινη μορφή του, ὅπως ἔγινε ὁρατὸ καὶ ἱστορικὰ κατὰ τὴν ἐνανθρώπησή του.

Ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δὲν φανερώνει μόνο τὴ συνάντηση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλ᾿ ἀποτελεῖ ταυτόχρονα καὶ κάλεσμα συνάντησης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Αὐτῆς τῆς δεύτερης συνάντησης φανερώσεις ἀποτελοῦν οἱ Εἰκόνες τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἁγίων, τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ.

Οἱ εἰκόνες τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἁγίων

Οἱ Εἰκόνες τῆς Θεοτόκου, κατὰ πρῶτον, εἴτε ὡς βρεφοκρατούσας, εἴτε ὡς γλυκοφιλούσας, εἴτε ὡς δεομένης καὶ «κεκλιμένης» στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, φανερώνουν, μέσα ἀπο τὴν βαθύτατη «σημαντικὴ» τῆς ὀρθόδοξης ἁγιογραφίας, τὴν Παρθένο Μαρία ὡς «οὐρανὸν» καὶ «γῆν ἀγαθὴν» καὶ «ὄρος ἀλατόμητον» καὶ «μήτραν εὐθυνοῦσαν» - ὡς μητέρα τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ὡς τὴν κόρη ποὺ «ταύτισε στὴν ὕπαρξή της τὴ ζωὴ τοῦ κτιστοῦ μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ἀκτίστου, ἕνωσε στὴ δική της ζωὴ τὴν κτίση μὲ τὸν κτίστη της». Ὡς «ἐκεῖνο τὸ κτίσμα ποὺ - μόνο αὐτὸ μέσα σὲ ὅλη τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὑλικὴ καὶ πνευματικὴ - ἔφτασε στὴν πληρότητα τοῦ σκοποῦ γιὰ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει ἡ κτίση: στὴν πληρέστερη δυνατὴ ἑνότητα μὲ τὸν Θεό, στὴν πληρέστερη πραγματοποίηση τῶν δυνατοτήτων τῆς ζωῆς». Γι᾿ αὐτό, ἀμφισβητώντας οἱ εἰκονομάχοι τὴν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἀμφισβητοῦσαν τελικὰ τὴν δυνατότητα ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστό, νὰ γίνει κατὰ χάριν Θεός, ἀφοῦ τὸ «Θεοτόκος» νοεῖται καὶ λέγεται «οὐ μόνον διὰ τὴν φύσιν τοῦ Λόγου, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου».

Αὐτὴν τήν, θείᾳ χάριτι, θέωση τοῦ ἀνθρώπου φανερώνουν, κατὰ δεύτερο λόγο, οἱ Εἰκόνες τῶν Ἁγίων. Οἱ Ἅγιοι τῆς ὀρθόδοξης εἰκονογραφίας εἶναι τὰ πρόσωπα ποὺ συνάντησαν ὀντολογικὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἑνώθηκαν ὑπαρκτικὰ μαζί Του. Καὶ μεσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἕνωση ἀλλοιώθηκαν «τὴν μακαρίαν ἀλλοίωσιν» ἀναστήλωσαν ἐντός τους τὴν πεπτωκυΐαν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀποκαθιστώντας την στὸ ἀρχέγονο κάλλος, καὶ μεταμορφώθηκαν ἔτσι σὲ ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ κατοικητήρια τοῦ Θεοῦ- σὲ δόξα τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μὲ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Στὸ πρόσωπο τῶν μεταμορφωμένων καὶ θεωμένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας δοξάζεται ὁ Θεός. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν θείαν δοξολογίαν ἐκφράζουν οἱ Εἰκόνες τῶν Ἁγίων. Ἀποκαλύπτουν μπροστὰ στὰ μάτια μας τὸ δρόμο ποὺ πορεύθηκαν γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ γίνουν ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἰκονογραφώντας τοὺς Ἁγίους της, μᾶς ὑπενθυμίζει «ἐπώνυμα τὴν προσωπικὴ ταυτότητα τῶν δοξασμένων μελῶν της· δηλώνει δηλαδὴ τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν εἰκονιζομένων προσώπων μὲ τὴν νέα ἐν Χριστῷ ὑπόστασή τους, ἡ ὁποία βεβαιώνει καὶ τὴν ἀσύσχυτη μετοχὴ τῶν εἰκονιζομένων στὴ θεία δόξα καὶ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ». Οἱ Εἰκόνες, συνεπῶς, τῶν Ἁγίων «ἀποκαλύπτουν τὶς ὀντολογικὲς -ἠθικὲς συνέπειες τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος στὴν ἐν Χριστῷ ὕπαρξη τῶν εἰκονιζομένων προσώπων», δηλαδὴ τὴ θεώση. Ἀποτελοῦν, μὲ ἄλλα λόγια, εἰκαστικὴ ἔκφραση καὶ (δια)τύπωση τῆς γνωστῆς φράσης τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου: «αὐτὸς γὰρ (= ὁ Θεὸς) ἐνηνθρώπισεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν».

Τὸ φῶς στὴν ὀρθόδοξη εἰκόνα

Ἡ εἰκαστικὴ αὐτὴ διατύπωση τῆς μεταμόρφωσης καὶ θέωσης τοῦ ἀνθρώπου γίνεται καὶ μετὰ ἄλλους βέβαια εἰκαστικοὺς χειρισμούς, κυρίως ὅμως μὲ αὐτὸ ποὺ σύγχρονος θεολόγος ἀποκαλεῖ «φωταγωγική· ἢ «φωτοδομὴ» τῆς ὀρθόδοξης Εἰκόνας. Ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀναγεννησιακὸ ζωγράφο ποὺ δουλεύει σκιοδομικά, δομεῖ τὴν Εἰκόνα καὶ τὴν πλάθει κυρολεκτικὰ μὲ φῶς. Στὴν τέχνη τῆς Εἰκόνας ἡ παλέττα τῶν χρωμάτων νοεῖται ὡς παλέττα τοῦ φωτός. Ὁ ἁγιογράφος ἀναμειγνύει τὰ χρώματα μὲ φῶς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ ἅγιος «τῷ φωτὶ ἀναμείγνυται» κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου.

Τὸ φῶς αὐτὸ στὴ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ διαδραματίζει ἕναν ἰδιάζοντα ρόλο, ἀναφέρεται στὸ εἶναι τῶν εἰκονιζομένων καὶ ἄρα προσλαμβάνει χαρακτήρα ὀντολογικό. «Ὁ Θεὸς φῶς ἐστί» καὶ ἡ ἐνανθρώπησή του ἀποτελεῖ τὸ φῶς τὸ ἐρχόμενο στὸν κόσμο: «Καὶ γὰρ ἦλθεν, ἐφάνη τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον». Τὸ φῶς αὐτό, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ εἶναι οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ φῶς ποὺ καταλάμπει τὶς ἱερὲς Εἰκόνες εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς «ἡ θεία ἐνέργεια καὶ κατὰ συνέπεια τὸ οὐσιῶδες στὸ περιεχόμενο τῆς Εἰκόνας». Τὸ φῶς μὲ τὸ ὁποῖο φωτίζεται ἡ ὀρθόδοξη Εἰκόνα δὲν εἶναι τὸ φυσικὸ φῶς ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ μιὰ συγκεκριμένη ἐξωτερικὴ πηγή, ὥστε νὰ ὑπακούει στοὺς ἄτεγκτους καὶ ἀπρόσωπους νόμους τῆς εὐθύγραμμης διάδοσης τοῦ φωτός - μὲ ὅλες τὶς συνέπειες αὐτῶν τῶν νόμων, ὅπως συμβαίνει στὴ δυτικὴ τέχνη. Εἶναι, ἀντίθετα, ἕνα φῶς «ἄνωθεν καταβαῖνον» καὶ ἔσωθεν καταυγάζον τὰ εἰκονιζόμενα, διαχεόμενο ταυτόχρονα παντοῦ, χωρὶς συγκεκριμένη ἑστία οὔτε γωνία φωτισμοῦ, ποὺ θὰ ἔσπαγε τὴ φανέρωση τῆς πανταχοῦ παρουσίας του. Εἶναι ὡσάν νὰ κατεβαίνει «φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ καὶ φωτίζει ἐκ τῶν ἔσω ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη». Γιὰ τὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφική μας παράδοση εἶναι τὸ ἄκτιστο θαβώρειο φῶς, ποὺ περιέλαμψε τὸν Κύριο στὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως. Καὶ ἀκριβῶς ἡ μετοχὴ σ᾿ αὐτὸ τὸ ἄκτιστο μεταμορφωτικὸ φῶς ὑποστασιάζει τὰ εἰκονιζόμενα, τοὺς χαρίζει ὑπόσταση καὶ ταυτότητα· τὰ κάνει νὰ εἶναι ὅ,τι εἶναι. Τέτοιας ποιότητας φῶς καταυγάζει τὶς ἁγιασμένες ὑπάρξεις τῶν εἰκονιζομένων καὶ ἀποτελεῖ πρόγευση καὶ ἀρραβώνα τῆς ἐσχατολογικῆς ὄγδοης ἡμερας -«ἔλευση τῆς παρουσίας». Ὅθεν τὸ φῶς τῆς Εἰκόνας ἔχει χαρακτήρα «θεοφανικὸ» ὡς ἔκφραση θείων ἐνεργειῶν πάνω στὴν κτίση καὶ τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα μεταμορφώνει. Θὰ μπορούσαμε, λοιπόν, νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη Εἰκόνα αἰσθητοποιεῖ εἰκαστικὰ τὴν ὡραία περιγραφὴ τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, τὴν ἀναφερομένη στὴ διὰ τοῦ θείου πυρός, ἤγουν τῆς ἀκτίστου χάριτος, μεταμόρφωση τοῦ σώματος τῶν ἁγίων: «Οὕτω δὴ καὶ τὰ σώματα τῶν ἁγίων ὑπὸ τῆς ἑνωθείσης τῇ ψυχ·ῇ αὐτῶν χάριτος, ἤτοι τοῦ θείου πυρὸς μεταλαμβάνοντα, ἁγιάζονται καὶ ἐκπυρούμεαν διαυγῆ καὶ αὐτὰ γίνονται καὶ πολὺ τῶν ἄλλων σωμάτων διαφορώτερα καὶ τιμιώτερα ἀποκαθίστανται».

Τὸ ἀρχέγονον κάλλος

Στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς ὀρθόδοξης εἰκονολογικῆς φωταγωγικῆς, θὰ συνοψίζαμε λέγοντας ὅτι ἡ Εἰκόνα δὲν ἀναπαριστᾶ τὸν φυσικὸ κόσμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἀπεναντίας, ἀποκαλύπτει στὰ μάτια μας τὸ μεταμορφωμένο ἀπὸ τὴ θεία χάρη παραδεισιακὸ χωρόχρονο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος τῆς Εἰκόνας εἶναι «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυία ἐν δυνάμει» ὁ κόσμος ποὺ κοινωνεῖ τὴν αἰωνιότητα. Ἡ ὀρθόδοξη Εἰκόνα παρουσιάζει πῶς τὸ φθαρὲν ἀπὸ τὴν πτώση «κατ᾿ εἰκόνα», μπορεῖ νὰ ἀποκατασταθεῖ στὸ «ἀρχέγονον κάλλος». Φανερώνει «τὴ δυνατότητα ποὺ ἔχει τὸ ταπεινὸ ὑλικὸ τοῦ κόσμου, ἡ σάρκα τῆς γῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴ θεία ζωή, νὰ ἐνδυθεῖ τὸ φθαρτὸ ἀφθαρσία». Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια «ἀρθρώνει» μὲ τὸ χρωστήρα του ὁ ἁγιογράφος «ὄχι σχηματκὰ καὶ ἀλληγορικά, ἀλλὰ ἀποτυπώνοντας στὸ σχέδιο καὶ στὸ χρῶμα τὴν ἀφθαρτοποίηση καὶ τὴ δόξα τῆς ἀνθρώπινης καὶ τῆς κοσμικῆς σάρκας».