Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware - Τὸ Μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο


Τὸ Σκοτεινὸ Δωμάτιο καὶ ὁ Ἀτέλειωτος Ὠκεανός

Σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ περιγράψει μὲ λόγια τί βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη γλώσσα —τὴν φύση τῆς προσωπικῆς ἐπικοινωνίας μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου— ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς μυστικιστές, ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος (949-1022), χρησιμοποιεῖ δύο χτυπητὲς παρομοιώσεις. Πρῶτα, παρομοιάζει τὴν μυστικὴ ἐμπειρία μὲ τὴν κατάσταση ἀνθρώπου, ποὺ ἀνοίγει ἕνα παράθυρο σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο.

Φαντασθεῖτε ἕναν ἄνθρωπο νὰ κάθεται τὴν νύχτα μέσα στὸ σπίτι του μὲ ὅλες τὶς πόρτες κλειστὲς· κι ἔπειτα, ὑποθέστε ὅτι ἀνοίγει ἕνα παράθυρο ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ ποὺ ἀστράφτει ξαφνικὰ μιὰ ἀστραπή. Μὴ μπορώντας νὰ ὑποφέρει τὴν λάμψη τῆς, ἀμέσως προστατεύει τὸν ἑαυτό του κλείνοντας τὰ μάτια του καὶ ἀποτραβιέται ἀπ᾿ τὸ παράθυρο. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ψυχή, ποὺ εἶναι κλεισμένη στὸ βασίλειο τῶν αἰσθήσεων· ἐὰν ποτὲ κρυφοκοιτάξει μέσα ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τοῦ νοῦ, τυφλώνεται ἀπὸ τὴν λάμψη, σὰν ἀστραπή, τοῦ ἀρραβῶνος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ βρίσκεται μέσα τῆς. Ἀδυνατώντας νὰ ὑποφέρει τὴν λαμπρότητα τοῦ ἀποκαλυπτόμενου φωτός, ἀμέσως ταράσσεται κι ἀποτραβιέται ὁλοκληρωτικὰ στὸν ἑαυτό της, βρίσκοντας καταφύγιο, ὅπως σ᾿ ἕνα σπίτι, ἀνάμεσα στὰ αἰσθητὰ καὶ ἀνθρώπινα πράγματα. Σὰν μιὰ δεύτερη προσπάθεια, ὁ Νέος Θεολόγος περιγράφει τὴν ἐμπειρία κάποιου ποὺ περπατᾶ πλάι στὴ θάλασσα.

Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ στέκεται στὴν ἀκρογιαλιά, ἀτενίζει τὸν ἀτέλειωτο ὠκεανό, ἡ ματιά του δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει ἕως τὴν ἄκρη του, καὶ ἔτσι βλέπει μόνον ἕνα μικρὸ τμῆμα. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ θεωρεῖται ἄξιος νὰ ἀτενίσει, διὰ μέσου τῆς σκέψης, τὸν ἀτέλειωτο ὠκεανὸ τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν κοιτάξει μὲ τὸ μυαλό του· δὲν τὸν βλέπει ὅπως εἶναι, ἀλλὰ μόνο τόσο μακρυά, ὅσο εἶναι προσιτὰ στὰ ἐσώτερα μάτια τῆς ψυχῆς.

Κάποιος, ποὺ στέκεται στὴν ἀκρογιαλιά, καὶ δὲν εἶναι εὐχαριστημένος ἁπλῶς μὲ τὸ νὰ κοιτάζει τὴν θάλασσα, μπορεῖ ἐπίσης νὰ περπατήσει μέσα σ᾿ αὐτὴν ὅσο μακριὰ θελήσει. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους· ἀνάλογα μὲ τὴν θερμότητα τῆς ἐπιθυμίας τους, μποροῦν νὰ εἰσέλθουν συνειδητὰ μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, συμμετέχοντας σ᾿ αὐτὸ καὶ βλέποντάς το.

Κάποιος ποὺ στέκεται στὴν ἀκρογιαλιά, ὅσο χρόνο παραμένει σὲ στεγνὴ γῆ μπορεῖ νὰ δεῖ τὰ πάντα γύρω του καὶ νὰ κοιτάξει βαθιὰ μέσα στὴν θάλασσα. Ἀλλὰ ὅταν ἀρχίζει νὰ μπαίνει μέσα στὰ νερὰ καὶ νὰ βυθίζεται κάτω ἀπ᾿ αὐτά, ὅσο περισσότερο προχωρεῖ τόσο λιγότερα πράγματα βλέπει ἔξω. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μ᾿ αὐτοὺς ποὺ γίνονται κοινωνοὶ τοῦ θεϊκοῦ φωτὸς· ὅσο περισσότερο προχωροῦν στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ, τόσο βαθύτερα βυθίζονται στὴν ἄγνοια.

Κάποιος ποὺ περπατᾶ μέσα στὰ νερὰ τῆς θάλασσας μέχρι τὰ γόνατα ἢ τὴν μέση του, μπορεῖ νὰ δεῖ καθαρὰ ὁτιδήποτε εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ νερά. Ἀλλὰ ὅταν καταδυθεῖ στὰ βάθη καὶ σκεπαστεῖ ὁλόκληρος ἀπ᾿ τὸ νερό, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ δεῖ τίποτα ἔξω καὶ ξέρει μόνο ἕνα πράγμα, ὅτι εἶναι ἐντελῶς κατεβασμένος στὰ βαθιά. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μ᾿ ἐκείνους ποὺ κάνουν πνευματικὲς προόδους καὶ ἀνυψώνονται πρὸς τὴν τέλεια γνώση καὶ θεωρία.

Ὁ μυστικὸς λοιπόν, εἶναι κάποιος ποὺ ἀνοίγει ἕνα παράθυρο στὸ σκοτεινὸ δωμάτιο τῆς ψυχῆς του καὶ κοιτάζει γιὰ μιὰ στιγμὴ τὸ φῶς ποὺ εἶναι ἔξω ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ συγχρόνως μέσα του· ποὺ ἀτενίζει τὸν ἀπέραντο ὠκεανὸ τῆς θεϊκῆς δόξας καί, ποὺ δὲν κοιτάζει μόνο τὴν θάλασσα ἀπ᾿ ἔξω, ἀλλὰ βυθίζεται κιόλας μέσα της, καὶ σκεπάζεται ἐντελῶς ἀπ᾿ τὰ νερὰ τῆς θεότητας, ὥστε δὲν γνωρίζει πιὰ τίποτα ἀπ᾿ ὅσα εἶναι πάνω στὴ στεγνὴ γῆ —τὸν συνηθισμένο κόσμο τῶν αἰσθήσεων — ἀλλὰ μόνο τὸν Θεό.

Ἡ προσωπικὴ μαρτυρία τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Συμεών

Αὐτὰ εἶναι δύο ἀνάμεσα στὰ πάμπολλα σύμβολα ποὺ ὁ Νέος Θεολόγος χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ περιγράψει τὸ μυστήριο τῆς ἐπικοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ζῶντα Θεό. Προτοῦ γυρίσουμε νὰ κοιτάξουμε μὲ μεγαλύτερη λεπτομέρεια τὴν μυστική του θεολογία, θὰ εἶναι χρήσιμο νὰ θυμηθοῦμε δύο χαρακτηριστικὰ τῆς μοναστικῆς τοῦ ἐμπειρίας, ποὺ ἔχουν μιὰ εἰδικὴ σημασία γιὰ τὴν πνευματική του διδασκαλία. Ὁ ἅγιος Συμεὼν εἶναι ἕνας βαθιὰ προσωπικὸς συγγραφέας, καὶ δὲν εἶναι ἑπομένως σωστὸ νὰ συζητήσουμε τὴ θεωρία του ξεχωριστὰ ἀπ᾿ τὴν ζωή του.

Τὸ πρῶτο χαρακτηριστικὸ εἶναι ὁ ὑπερβολικὰ στενὸς σύνδεσμος ποὺ ὑπῆρχε ἀνάμεσα στὸν Νέο Θεολόγο καὶ στὸν πνευματικὸ πατέρα του, τὸν Συμεὼν τὸν Εὐσεβὴ ἢ Εὐλαβή, ἕνα μοναχὸ τῆς φημισμένης μονῆς Στουδίου στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος γιὰ πρώτη φορὰ δέχθηκε τὴν ἐπίδρασή του, ἐνόσῳ ἦταν πολὺ νέος, ὑπηρετώντας ὡς θαλαμηπόλος στὸ σπιτικὸ ἑνὸς σπουδαίου εὐγενοῦς στὴν πρωτεύουσα τοῦ Βυζαντίου. Ὅταν, μερικὰ χρόνια ἀργότερα, ἔγινε ὁ ἴδιος μοναχός, αὐτὸ δὲν ἐτερμάτισε τὸν σύνδεσμό του μὲ τὸν πνευματικὸ πατέρα του, γιατὶ μπῆκε στὸ ἴδιο κοινόβιο τοῦ Στουδίου καὶ ἔζησε κάτω ἀπ᾿ τὴν ἄμεση, καθημερινή, ἀκόμα καὶ ὡριαία καθοδήγηση τοῦ Συμεὼν τοῦ Εὐσεβοῦς. Ὁ ἐξαιρετικὰ στενὸς δεσμὸς μεταξὺ τῶν δύο Συμεών, διδασκάλου καὶ μαθητῆ, δημιούργησε δυσχέρειες γιὰ τοὺς ἄλλους μοναχοὺς καὶ τελικὰ γιὰ τὸν ἠγούμενο, ὥστε ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴ μονὴ Στουδίου. Πῆγε σὲ ἕνα ἄλλο κοινόβιο στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμα ἀλλὰ κι ἐκεῖ κράτησε τὸν Συμεὼν τὸν Εὐσεβὴ ὡς πνευματικὸ γέροντά του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα του, χωρὶς νὰ περιμένει γιὰ καμμία ἐπίσημη ἀπόφαση ἀπὸ μέρους τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, ἄρχισε ἀμέσως νὰ τιμᾶ τὸν Συμεὼν τὸν Εὐσεβὴ σὰν ἅγιο, κανονίζοντας νὰ ἱστορηθεῖ μιὰ εἰκόνα του, συνθέτοντας ἀκολουθία πρὸς τιμήν του, καὶ γιορτάζοντας τὴν ἐπέτειο τοῦ θανάτου του μὲ πλήρεις λειτουργικὲς τελετές. Γι᾿ αὐτὸ τὸν κατέκριναν αὐστηρά, ἀλλὰ αὐτὸς ὑπερασπίσθηκε σταθερὰ τὸ δικαίωμά του νὰ τιμήσει τὸν δάσκαλό του μεταξὺ τῶν ἁγίων.

Σ᾿ ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νὰ παρατηρήσει κανεὶς ἕνα κλασικὸ καὶ ἐπαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀνατολικοῦ μοναχισμοῦ, τὸν εἰδικὸ σύνδεσμο μεταξὺ τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καὶ τοῦ παιδιοῦ του, τὴν μεταβίβαση τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς θεϊκῆς χάριτος διὰ μέσου τῆς προσωπικῆς ἐπαφῆς μεταξὺ τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ μαθητῆ. Παράλληλα μὲ τὴν κανονική, καὶ ἐπίσημη «ἀποστολικὴ διαδοχὴ» τῆς ἐπισκοπικῆς ἱεραρχίας ὑπάρχει ἐπίσης μία ἐσωτερικὴ καὶ κρυμμένη «ἀποστολικὴ διαδοχὴ» πνευματικῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ δύο εἴδη τῆς διαδοχῆς εἶναι, τὸ καθένα μὲ τὸν δικό του τρόπο, ἀπαραίτητα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα σημεῖο ἰδιαίτερου ἐνδιαφέροντος στὴν περίπτωση τοῦ Νέου Θεολόγου εἶναι ὅτι ὁ πνευματικός του πατέρας, ὁ Συμεὼν ὁ Εὐσεβής, ἦταν ἕνας ἁπλὸς μοναχὸς καὶ ὄχι ἱερέας.

Κατὰ δεύτερο λόγο, ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος δὲν ἦταν ἀσκητὴς ποὺ ζοῦσε στὴν ἔρημο, ἀλλά, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πιὸ σημαντικῆς περιόδου τῆς ζωῆς του (ἀπὸ τὸ 980 περίπου ἕως τὸ 1005) ἦταν ἠγούμενος στὸν Ἅγιο Μάμα, ἕνα κοινοβιακὸ μοναστήρι στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὡς ἐπικεφαλῆς ἑνὸς πολυάσχολου καὶ πολυαναπτυγμένου κοινοβίου μέσα στὴν καρδιὰ τῆς Αὐτοκρατορίας, ἦταν πολὺ ἀπασχολημένος μὲ τὶς πρακτικὲς λεπτομέρειες τῆς καθημερινῆς διοίκησης καὶ δεχότανε συνεχῶς ἐπισκέψεις ἀπὸ λαϊκούς. Αὐτό, ἡ προσωπική του δηλαδὴ διδαχή, ἀντικατοπτρίζεται στὴν πνευματική του διδασκαλία. Συγγραφέας, ὄχι ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, ποὺ τονίζει τὴν ἀνάγκη γιὰ μοναξιὰ καὶ φυσικὴ ἀπομόνωση ἀπ᾿ τὸν κόσμο, ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος διδάσκει ὅτι ὁλόκληρη ἡ μυστικὴ ζωὴ εἶναι προσιτὴ σ᾿ ὅλους ἀνεξαιρέτως —ὄχι μόνο στὸν ἀναχωρητὴ καὶ στὸν ἐρημίτη, ἀλλὰ καὶ στὸν μοναχὸ σὲ μία ἀστικὴ κοινότητα (κοινόβιο) καὶ ἀκόμα καὶ στοὺς νυμφευμένους μὲ τὶς εὐθύνες τῆς οἰκογένειας, μὲ καθήκοντα ποὺ ἀφοροῦν στὸ σπίτι καὶ σὲ ἕνα ἐπάγγελμα. Γιὰ τὸν Ἅγιο Συμεὼν ὁ ἀποφασιστικὸς παράγων δὲν εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ εἰρήνη καὶ ἡσυχία, ἀλλὰ ἡ ἐσωτερικὴ ἡσυχία· καὶ αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ ἡσυχία μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ὄχι μόνο στὴν ἔρημο, ἀλλὰ καὶ στὴν πόλη. Ὄχι μόνο στὸ κελὶ τοῦ ἐρημίτη, ἀλλὰ καὶ στὴν ζωὴ κάθε χριστιανικῆς οἰκογένειας. Εἶναι σημαντικὸ ὅτι τὸ πρῶτο ὅραμα τοῦ θεϊκοῦ φωτὸς ἦρθε στὸν Ἅγιο Συμεὼν πρὶν νὰ πάρει μοναστικοὺς ὅρκους, ὅταν ὑπηρετοῦσε στὸ σπίτι τοῦ εὐγενοῦς καὶ πήγαινε καθημερινὰ στὴν Αὐλή.

Γιὰ τὸν Ἅγιο Συμεὼν οἱ δύο ἔννοιες «μυστικισμὸς» καὶ «κοινωνία» δὲν εἶναι ἀσυμβίβαστες. Ἀντιθέτως, στὴν πνευματικὴ του διδασκαλία ἐπιμένει πάνω στοὺς δεσμοὺς τῆς ἀγάπης ποὺ ἑνώνουν τὸν χριστιανὸ μὲ τοὺς συνανθρώπους του. «Ἤξερα ἕναν ἄνθρωπο, γράφει —καί, σὰν τὸν Ἅγιο Παῦλο, φανερὰ ἀναφέρεται στὸν ἑαυτό του,— ἤξερα ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ ἐπιθυμοῦσε τόσο πολὺ τὴ σωτηρία τῶν ἐν Χριστῶ ἀδελφῶν τοῦ, ποὺ μὲ καυτὰ δάκρυα καὶ μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά του, συχνὰ ἱκέτευε τὸν Θεό, ποὺ ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους, ἢ νὰ σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι μαζί του, ἢ διαφορετικὰ νὰ καταδικασθεῖ κι αὐτὸς μαζί τους... Ἦταν τόσο δεμένος μαζὶ τοὺς πνευματικὰ ἀπὸ μιὰ ἱερὴ ἀγάπη γιὰ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ θὰ προτιμοῦσε νὰ μὴν εἰσέλθει στὸ Βασίλειο τῶν Οὐρανῶν ἐὰν αὐτὸ θὰ σήμαινε νὰ τοὺς ἀποχωρισθεῖ.

Ἡ ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Στὴν μυστικὴ θεολογία τοῦ Ἁγίου Συμεών, τρία κύρια χαρακτηριστικὰ μποροῦν νὰ διακριθοῦν: ἡ θεολογία τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας, ἡ θεολογία τοῦ φωτὸς καὶ ἡ θεολογία τῆς Χριστοκεντρικῆς πάλης. Ἂς θεωρήσουμε κάθε ἄποψη μὲ τὴν σειρά.

Ἀπὸ τὸ τέλος τῶν μεγάλων Χριστολογικῶν καὶ Εἰκονοκλαστικῶν διχογνωμιῶν καὶ τὸ «Θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας» στὰ μέσα τοῦ 9ου αἰώνα, ἡ Ἀνατολικὴ Χριστιανοσύνη ἔχει ἐκτεθεῖ στὸν πειρασμὸ τοῦ τύπου, στὸν κίνδυνο τῆς ἀτροφίας καὶ τῆς στασιμότητας. Διάδοχοι σὲ μιὰ κληρονομιὰ πλούσια, οἱ Βυζαντινοὶ Χριστιανοὶ δὲν ὁδηγοῦσαν πάντοτε τοὺς ἑαυτούς των ἀντίθετα ἀπὸ μιὰ ὑποδούλωση στὸ παρελθόν. Πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς δέχτηκαν τὴν παράδοση παθητικὰ καὶ μηχανικά, κάνοντας ἐλάχιστη ἢ καὶ καθόλου προσπάθεια νὰ τὴν καταλάβουν μ᾿ ἕνα δημιουργικὸ τρόπο. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι φρόντιζαν ν᾿ ἀνάγουν τὴν ὀρθοδοξία σὲ μιὰ ἐξωτερικὴ καὶ προφορικὴ ὀρθότητα στὴν ὁμολογία τῆς πίστης, σὲ μιὰ πολὺ ἀκριβὴ καὶ φιλόπονη τήρηση τῶν λειτουργικῶν κανόνων.

Ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄγονη καὶ τυπικὴ προσέγγιση, ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἐπιμένει μὲ φοβερὴ σφοδρότητα στὴν οὐσιώδη ἀνάγκη γιὰ τὴν προσωπικὴ ἐμπειρία. Στὴν περίπτωση τοῦ κάθε πιστοῦ καὶ κάθε μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι δίδασκε, πρέπει νὰ ὑπάρχει μία ζωντανὴ ἀνησυχία τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἱκανοποιητικὸ γιὰ ἕναν Ὀρθόδοξο Χριστιανὸ νὰ διαβάζει καὶ νὰ ἐνθυμεῖται τὶς λέξεις τῶν Πατέρων· ὁ ἀληθινὸς θεολόγος πρέπει νὰ προχωρεῖ πέρα ἀπ᾿ αὐτὸ —ὀφείλει ὁ ἴδιος νὰ ζεῖ τὴν Παράδοση, ξαναδοκιμάζοντας εὐθέως καὶ ἀμέσως ὅλα ὅσα οἱ Πατέρες πραγματεύονται στὰ κείμενά τους.

Δὲν εἶναι ἱκανοποιητικὸ νὰ ἐκτελοῦμε τὴν ἱεροτελεστία μὲ ἐξωτερικὸ σεβασμὸ καὶ μὲ ἀκριβὴ ὑπακοὴ στὸ Τυπικό. Ὁ ἀληθινὸς πιστὸς πρέπει νὰ γνωρίζει τὸν Κύριο Ἰησοῦ προσωπικά, πρέπει νὰ ἀναπτύξει ἐνσυνείδητα τὴν ἀνησυχία τῆς γνωστῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κρυμμένη στὸν καθένα μας μὲ τὸ βάπτισμα. Χωρὶς αὐτὴ τὴν προσωπικὴ ἐμπειρία καὶ τὴν συνειδητὴ ἀνησυχία, κανεὶς δὲν εἶναι ἀληθινὰ Ὀρθόδοξος Χριστιανός.

Μ᾿ ἐπιμονὴ καὶ πάθος ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος μάχεται τὴν ἀδιαφορία καὶ ἱκανοποίηση τοῦ εὔκολου κέρδους τοῦ λαϊκοῦ, τοῦ «μέσου ὅρου» μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ τοῦτο σίγουρο, δηλαδὴ τὸ νὰ μιμεῖται τὰ ἡρωικὰ κατορθώματα τῶν πρώτων Χριστιανῶν καὶ τῶν παλιῶν Ἐρημιτῶν, λόγω τοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς ἐποχῆς μας δὲν κατέχει μὲ τὴν ἴδια πληρότητα τὰ πνευματικὰ δῶρα, ὅπως κάποτε ἦταν συνδεμένη μὲ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν πρώτων Πατέρων. Στὸν Ἅγιο Συμεὼν αὐτὴ ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη ἀπ᾿ ὅλες τὶς αἱρέσεις. Ὁ τυπικὸς θὰ μποροῦσε νὰ δικαιώσει τὶς ἀληθινὲς ἐνοχοποιήσεις αὐτῶν τῶν ἀπόψεων· αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀληθινὰ λέει, εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ἐγκαταλείψει τοὺς ἀνθρώπους Του, ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν λαμβάνει πλέον ἐνεργὸ μέρος στὴν σημερινὴ Ἐκκλησία κατὰ τὸν τρόπο ποὺ κάποτε ἐνεργοῦσε στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων —καὶ τοῦτο εἶναι βλασφημία. Ἀντίθετα πρὸς αὐτὴ τὴν εἰσήγηση, ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἐπέμενε ὅτι εἴμαστε στὴν ἴδια θέση, ὅπως οἱ ἅγιοι στὸ παρελθόν. Ἐάν, ὅπως ἐκεῖνοι, ἀναζοῦμε μόνο τοὺς ἑαυτούς μας στὴ χάρη τοῦ Παρακλήτου, μποροῦμε νὰ κάνουμε ὅλα ὅσα ἐκεῖνοι ἔπραξαν. Ἡ ἄποψή του εἶναι ὅπως τοῦ Ῥώσου Ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώβ (†1833). «Ὅταν ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼβ ρωτήθηκε, ἂν οἱ Χριστιανοὶ τῶν ἡμερῶν του στεροῦνταν μιὰν ἀπὸ τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ ν᾿ ἀποδώσουν τοὺς ἴδιους καρποὺς τῆς ἁγιότητας, ποὺ ἦταν τόσο ἄφθονοι κατὰ τὸ παρελθόν, ἀποκρίθηκε: εἶναι ἕνας ὄρος μόνο ποὺ λείπει —μιὰ σταθερὴ ἀπόφαση».

Ἡ μέγιστη σημασία, ποὺ ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἔδωσε στὴν προσωπικὴ ἐμπειρία, στὴ συνειδητὴ ἀνησυχία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι σημαντικὰ διευκρινισμένη στὸ «Γράμμα γιὰ τὴν Ἐξομολόγηση». Εἶχε ἐρωτηθεῖ ἀπὸ ἕναν ἐπιστολογράφο: εἶναι ἐπιτρεπτό, γιὰ μοναχοὺς ποὺ δὲν εἶναι κληρικοί, νὰ ἀκοῦν ἐξομολογήσεις καὶ νὰ δίδουν ἄφεση ἁμαρτιῶν; Ἡ ἀπάντησή του εἶναι ἁπλὴ καὶ κατ᾿ ἀρχὴν ἀπρόβλεπτη. Τὸ ἀποφασιστικὸ κριτήριο στὰ μάτια του εἶναι ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος κατέχει ἢ ὄχι προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι καθῆκον τοῦ πνευματικοῦ πατέρα νὰ ἐνεργεῖ σὰν ἕνα εἶδος «μεσάζοντα» γιὰ νὰ συνδιαλλάζει τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεό· καὶ πὼς μπορεῖ νὰ ὑπηρετεῖ σὰν μεσάζων, ὅταν ὁ ἴδιος δὲν ξέρει τὸν Θεὸ προσωπικά; Πὼς μπορεῖ νὰ συνδιαλλάζει ἄλλους ὅταν ὁ ἴδιος εἶναι ἀσυνδιάλλακτος; «Νὰ μὴ ζητᾶνε νὰ εἶναι οἱ μεσάζοντες συνήγοροι γιὰ τοὺς ἄλλους» προειδοποιεῖ ὁ Ἅγιος Συμεών, «προτοῦ ἔχετε τελειώσει μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα» —προτοῦ γνωρίσετε τὸν Θεὸν «μὲ τὴν ἀντίληψη τῆς ψυχῆς». Ἔτσι ὁδήγησε σ᾿ ἕνα ἀδιάλλακτο συμπέρασμα: αὐτὸς ποὺ στερεῖται μιᾶς συνειδητῆς ἀνησυχίας τῆς ἐσωτερικῆς παρουσίας τοῦ Πνεύματος, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ἐπίσκοπος ἢ πατριάρχης, δὲν εἶναι ἐξουσιοδοτημένος νὰ ἀπαγγέλλει τὴν ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ νὰ λύνει ἀνθρώπους ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους· ἀντίθετα πάλι, ἡ ἄφεση μπορεῖ βεβαίως νὰ ἀπαγγέλλεται ἀπὸ λαϊκὸ μοναχό, προικισμένο μὲ προσωπικὴ γνώση τοῦ πνεύματος· ὡς τώρα τέτοιος μοναχὸς δὲν ἔχει χειροτονηθεῖ ἐξωτερικὰ ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου, μὰ ἔχει λάβει μία ἐσωτερικὴ καὶ μυστικὴ χειροτονία ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Ὡς παράδειγμα μοναχοῦ ποὺ εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ νὰ ἀπαλλάξει ἀνθρώπους ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τούς, ὁ Νέος Θεολόγος ἀναφέρει τὸ παράδειγμα τοῦ δικοῦ του πνευματικοῦ πατέρα, τὸν Συμεὼν τὸν Εὐλαβή.

Βεβαίως ὅλοι οἱ Βυζαντινοὶ συγγραφεῖς δὲν ἔχουν συμμερισθεῖ τὶς ἀπόψεις τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, στὴ «λαϊκὴν» ἄφεση ἁμαρτιῶν· ἕνα διαφορετικὸ συμπέρασμα βγαίνει, π.χ. ἀπό τὸν Συμεὼν τῆς Θεσσαλονίκης (†1429). Αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει, πάντως, πρὸς τὸ παρόν, δὲν εἶναι ἡ νέα θεολογικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν ἄφεση, ἀλλὰ ἡ προφανὴς καὶ μεγάλη σημασία ποὺ αὐτὸς δίνει ἐδῶ, ὅπως καὶ σὲ ὅλα τὰ γραπτά του, στὸ στοιχεῖο τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας. Ὅ,τι λέει σ᾿ αὐτὸν ποὺ θὰ ἤθελε νὰ γίνει πνευματικὸς πατέρας, λέει ἐπίσης καὶ σὲ κάθε μοναχὸ καὶ λαϊκό: πρέπει νὰ εἶσαι συνειδητὰ πλήρης μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· πρέπει νὰ γνωρίζεις τὸν Θεὸ «μὲ ἀντίληψη τῆς ψυχῆς», ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ λεγόμενα οὔτε ἀπὸ τὰ βιβλία, ἀλλὰ μὲ τὴν ἄμεση ἐμπειρία τῆς καρδιᾶς σου. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι Χριστιανὸς ἀπὸ δεύτερο χέρι. Ἡ ἄμεση ἀνησυχία τοῦ Πνεύματος, ἡ γνώση καὶ τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν διασωθεῖ γιὰ λίγους ἐκλεκτούς, γιὰ μία μυστικὴ «elite». Βρίσκονται στὴν ἐξουσία κάθε Χριστιανοῦ, καὶ κάθε Χριστιανός, χωρὶς ἐξαίρεση, ὀφείλει ν᾿ ἀγωνίζεται γιὰ νὰ τὶς φτάσει. Ὁ μυστικισμὸς τοῦ Ἁγίου Συμεὼν μπορεῖ, ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν πλευρά, νὰ χαρακτηριστεῖ δίκαια σὰν ἕνας ὑποχρεωτικὸς μυστικισμός.

Τὸ ὅραμα τοῦ θεϊκοῦ φωτός

Ὁρισμένοι Ἕλληνες πατέρες, ὅπως ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Νύσσης καὶ ὁ Ἅγ. Διονύσιος ὁ λεγόμενος Ἀρεοπαγίτης, περιγράφουν τὸ μυστήριο τῆς συνάντησης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς μὲ ὅρους σκότους. Ὁ Ἅγ. Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ἀντίθετα, μιλεῖ μὲ ὅρους φωτός: δὲν εἶναι «νυχτερινὸς» ἀλλὰ «ἡλιακὸς» μυστικός. Ὁ Θεὸς ἔχει ἐμφανισθεῖ σ᾿ αὐτὸν σὰν ἀστραπὴ φωτὸς (Βλέπε τὴν παράγραφο ποὺ ἀναφέραμε στὴν ἀρχή, μὲ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο σὲ σκοτεινὸ δωμάτιο). Ἐδῶ εἶναι ἡ δικὴ τοῦ ἀφήγηση γιὰ τὸ πρῶτο τοῦ ὅραμα τοῦ θεϊκοῦ φωτός, ποὺ τοῦ χαρίστηκε στὴν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἐτῶν, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη λαϊκός. Μιλεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του στὸ τρίτο πρόσωπο:

«Μιὰ μέρα, ἐνῶ στεκόταν καὶ ἔλεγε τὴν προσευχὴ «Θεέ, γίνε ἐλεήμων σ᾿ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ», περισσότερο μὲ τὸν νοῦ παρὰ μὲ τὰ χείλη τοῦ, μιὰ θεία λάμψη ἐμφανίσθηκε ξαφνικά, ἄφθονη, ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ γέμισε ὅλη τὴν περιοχή. Ὅταν συνέβη αὐτό, ὁ νέος δὲν συναισθανόταν πλέον, ἀλλὰ λησμόνησε, ἂν βρισκόταν σὲ σπίτι ἢ κάτω ἀπὸ στέγη: διότι ἔβλεπε μονάχα φῶς σὲ κάθε πλευρά, καὶ ἀκόμα δὲν γνώριζε ἂν πατοῦσε στὸ ἔδαφος. Κι ὅμως, δὲν φοβόταν καθόλου μήπως πέσει, γιατὶ δὲ σκεφτόταν καθόλου τὸν κόσμο, οὔτε καμμία ἀπὸ τὶς φροντίδες ποὺ κανονικὰ ἀπορροφοῦν τὴν προσοχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν βρίσκονται στὸ σῶμα. Ἀλλ᾿ αὐτὸς ἦταν τελείως ἑνωμένος μὲ ἄυλο φῶς καὶ εἶχε ὁ ἴδιος —ἔτσι φαίνονταν— γίνει φῶς. Τότε λησμόνησε ὅλο τὸν κόσμο καὶ γέμισε μὲ δάκρυα καὶ μὲ ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση».

Σ᾿ αὐτὸ τὸ κείμενο, παρατηροῦμε πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὴν ἔμφαση στὰ δάκρυα: «ἐγέμισε μὲ δάκρυα καὶ μὲ ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση». Ἡ συνάντηση μὲ τὸ Θεὸ στὸ φῶς εἶναι στενὰ συνδεμένη μὲ τὸ χάρισμα τῶν δακρύων. Ἀλλὰ εἶναι ὄχι τόσο δάκρυα λύπης ὅσο χαρᾶς. Τὸ κλάμα του εἶναι, κατὰ τὴν φράση τοῦ Ἁγ. Ἰωάννη τῆς Κλίμακας, «ἕνας θρῆνος ποὺ φέρνει χαρά».

Στὴ δεύτερη θέση, ἡ ἐμπειρία τοῦ Ἁγ. Συμεὼν εἶναι καθαρὰ ἐκστατικοῦ χαρακτήρα: «Δὲν συναισθάνονταν πλέον, ἀλλὰ λησμόνησε, ἂν βρισκόταν σὲ σπίτι ἢ κάτω ἀπὸ στέγη... δὲν ἤξερε οὔτε ἂν πατοῦσε στὸ ἔδαφος». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει πρόσωπο μὲ πρόσωπο τὸν Θεό, λησμονεῖ τὸ ἐξωτερικὸ περιβάλλον. Τόσο συντριπτικὴ εἶναι ἡ θεϊκὴ δύναμη καὶ ἡ παρουσία ποὺ τὸν γεμίζει, ὥστε μεταφέρεται ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τοῦ, χάνοντας τὴ συνήθη αὐτοκυριαρχία τοῦ. Καθὼς ὁ Ἅγ. Συμεὼν γράφει κάπου:

«Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει μέσα του τὸ φῶς τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἀνίκανος νὰ ὑπομείνει νὰ κοιτάξει πέρα ἀπὸ αὐτό, πέφτει νικημένος στὸ ἔδαφος· καὶ κλαίει καὶ φωνάζει μὲ φρίκη καὶ μεγάλο φόβο, διότι βλέπει καὶ νιώθει κάτι ποὺ ὑπερβαίνει τὴ φύση, τὴ λογικὴ καὶ τὴ φαντασία. Γίνεται σὰν κάποιον ποὺ τὰ σωθικά του φλέγονται· καταβροχθιζόμενος ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ μὴ μπορώντας ν᾿ ἀντέξει τὴν καυτὴ φλόγα, εἶναι ὁλοκληρωτικὰ ἐκτὸς ἑαυτοῦ καὶ δὲν μπορεῖ καθόλου νὰ κυριαρχήσει τὸν ἑαυτὸ τοῦ. Χύνει ἀκατάπαυστα δάκρυα καί, δροσιζόμενος ἀπ᾿ αὐτά, ἀνάβει τὴ φωτιὰ τῆς νοσταλγίας του γιὰ φλόγες ἀκόμη ἀγριότερες. Τότε θρηνεῖ ἀκόμη περισσότερο καί, ἐξαγνισμένος μὲ τὸν χείμαρρο τῶν δακρύων του, λάμπει σὰν ἀστραπὴ μὲ διαρκῶς αὐξανόμενη λάμψη. Ὅταν ἐκεῖνος φλέγεται ἐντελῶς καὶ γίνεται σὰν φῶς, τότε ἔχει ἐκπληρωθεῖ τό: «Ὁ Θεὸς γίνεται ἕνα στὴν ἕνωση μὲ τοὺς θεοὺς καὶ γίνεται γνωστὸς ἀπ᾿ αὐτούς».

Τρίτο, εἶναι ἐνδιαφέρον νὰ λάβουμε ὑπ᾿ ὄψη μας αὐτὰ ποὺ ὁ Ἅγ. Συμεὼν ἔχει νὰ πεῖ γιὰ τὴν φύση τοῦ ἴδιου τοῦ φωτός. Τώρα ὁ Συμεὼν εἶναι πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ὁ θεολόγος τῆς ζωντανῆς ἐμπειρίας. Περιγράφει τὸ ρόλο ποὺ παίζεται ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς στὴν δική του πνευματικὴ ζωή, ἀλλὰ δὲν προσφέρει ἀφηρημένη θεωρία γιὰ τὶς περίπλοκες δογματικὲς θέσεις περὶ τοῦ φωτὸς· δὲν ἐπιχειρεῖ νὰ τὸ θέσει στὸ πλαίσιο ἑνὸς τελείως διαρθρωμένου δόγματος. Γιὰ ἕνα τέτοιο σύστημα πρέπει νὰ κοιτάξουμε, ὄχι στὸν Νέο Θεολόγο, μὰ στὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Ἀλλὰ στὸ κείμενο ποὺ ἀναφέραμε προηγουμένως, περιγράφοντας τὸ πρῶτο τοῦ ὅραμα τοῦ φωτός, χρησιμοποιεῖ ἕνα ἐπίθετο μέγιστης δογματικῆς σημασίας: δηλώνει ὅτι τὸ φῶς εἶναι «ἄυλο» ἢ «δίχως ὕλη». Ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ μιλεῖ ἐδῶ καὶ ἀλλοῦ, δύο πράγματα εἶναι σαφῆ: Πρῶτο, κατὰ τὴν ἄποψή του, τὸ φῶς δὲν εἶναι ἕνα φυσικὸ καὶ δημιουργημένο φῶς, ὅπως μπορεῖ νὰ σχηματισθεῖ αὐτόματα στὸ ἀρνητικὸ φὶλμ μιᾶς φωτογραφικῆς μηχανῆς, ἢ νὰ μετρηθεῖ μὲ φωτόμετρο· δεύτερο, δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα φανταστικὸ καὶ συμβολικὸ φῶς -ἕνας ἐσωτερικὸς φωτισμός, ἕνα μεταφορικὸ «φῶς τῆς διανοήσεως»- ἀλλὰ εἶναι μία ἀντικειμενικὰ ὑπάρχουσα πραγματικότητα· στὴν γλώσσα τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ εἶναι φῶς «ὑποστατικό».

Ἀλλά, ἂν καὶ ἀδημιούργητο, τὸ θεϊκὸ φῶς ἀληθινὰ μεταβιβάζεται στὴ δημιουργημένη ἀνθρώπινη φύση· καί, ἂν καὶ μὴ ὑλικό, εἶναι ἑνωμένο μὲ τὸν ἄνθρωπο στὴν ὁλότητά του —στὸ ὑλικό του σῶμα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὴν ψυχή του. «Καὶ εἶχε ὁ ἴδιος -ἔτσι φαίνονταν- φῶς». Αὐτὸ γράφει ὁ Ἅγ. Συμεών, δίχως νὰ ἀναπτύσσει τὸ γεγονός. Ἀλλὰ μικρὴ ἀμφιβολία μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, ὅτι ἔχει μπροστά του τὸ εἶδος τῆς σωματικῆς μεταμόρφωσης, ποὺ περιγράφεται μὲ σαφήνεια, π.χ. στήν γνωστότατη «Συζήτηση» τοῦ Ἁγ. Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼβ μὲ τὸν Νικόλαο Μοτοβίλωφ. Σὲ πολυάριθμα χωρία κειμένων τοῦ, ὁ Ἅγ. Συμεὼν ἐπιμένει, δίνοντας μεγάλη ἔμφαση στὴν ἕνωση τῆς ἀνθρώπινης φύσης· ὁ Χριστὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καταλαμβάνουν τὸν ἄνθρωπο ὁλόκληρο, τὸ σῶμα καθὼς καὶ τὴν ψυχή· ἡ σωτηρία δὲν εἶναι μόνο γιὰ τὸ νοῦ ἀλλὰ ἡ ὑλικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ἀπολυτρώνεται καὶ δοξάζεται μαζὶ μὲ τὴν ψυχή.

Σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔμφαση τῶν πνευματικῶν δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ὁ Νέος Θεολόγος ἀκολούθησε τὴ γραμμὴ τοῦ διδασκάλου του, Συμεὼν τοῦ Εὐλαβοῦς, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔχει γραφεῖ: «Δὲν ντρεπότανε τὰ ἄκρα ἢ μέλη ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου, οὔτε φοβότανε νὰ ἰδεῖ ἀνθρώπους γυμνούς, οὔτε ἂν ἔβλεπαν τὸν ἴδιο δίχως ἐνδύματα. Διότι εἶχε πέρα γιὰ πέρα κατακτήσει τὸν Χριστὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁλόκληρος ἦταν Χριστὸς· καὶ πάντοτε θεωροῦσε τὰ ἄκρα του, ἢ τὰ μέλη τοῦ σώματος τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ὡς νὰ ἦταν τοῦ Χριστοῦ». Ἡ στάση τοῦ Συμεὼν τοῦ Εὐλαβοῦς θὰ πρέπει νὰ φαίνονταν σκανδαλιστικὴ στοὺς καλόγηρους συντρόφους του. Εἶναι ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη πρὸς ἐκεῖνο τὸν φόβο τοῦ γυμνοῦ, ποὺ συνήθως ἐπιδεικνύεται στὶς ἀνατολικὲς μοναστικὲς πηγὲς ἀπὸ τὴν «Ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου» καὶ μετά.

Μαζὶ μὲ τὸν Συμεὼν τὸν Εὐλαβὴ ὁ Ἀγ. Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος προσδίδει μιὰ κυριολεκτικὰ κατὰ γράμμα σημασία στὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Παύλου, «τὰ σώματα σᾶς εἶναι μέλη (ἢ ἄκρα) τοῦ Χριστοῦ». (Α´ Κορ. 6,15). Ἔτσι γράφει:

«Μέλη Χριστοῦ γινόμεθα, μέλη Χριστὸς ἡμῶν δέ,
καὶ χεὶρ Χριστὸς καὶ ποὺς Χριστὸς ἐμοῦ τοῦ παναθλίου,
καὶ χεὶρ Χριστοῦ καὶ ποὺς Χριστοῦ ὁ ἄθλιος
ἐγὼ δὲ κινῶ τὴν χεῖρα, καὶ Χριστὸς ὅλος ἡ χεὶρ μου ἔστιν.
—Ἀμέριστον γὰρ νόει μοι θεότητα τὴν θείαν!—
Κινῶ τὸν πόδα καί, ἰδού, ἀστράπτει ὡς ἐκεῖνος·
μὴ εἴπῃς ὅτι βλασφημῶ, ἀλλ᾿ ἀπόδεξαι ταῦτα
καὶ τῷ Χριστῷ προσκύνησον τοιοῦτόν σε ποιοῦντι!
Εἰ γὰρ καὶ ἂν θελήσειας, μέλος αὐτοῦ γεννήσῃ,
καὶ οὕτω μέλη ἅπαντα ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου
μέλη Χριστοῦ γενήσονται, καὶ Χριστὸς ἡμῶν μέλη,
καὶ πάντα τὰ ἀσχήμονα εὐσχήμονα ποιήσει,
κάλλει θεότητος αὐτὰ κατακοσμῶν καὶ δόξῃ,
καὶ γενησόμεθα ὁμοῦ θεοὶ Θεῶ συνόντες,
ἀσχημοσύνην σώματος ὅλως μὴ καθορῶντες,
ἀλλ᾿ ὅλοι ὅλῳ σώματι Χριστῷ ὁμοιωθέντες...».

Καθὼς φανερὰ δείχνει αὐτὸ καὶ ἄλλα τέτοια κείμενα, ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ὑπὲρ τῆς ἕνωσης καὶ ὄχι τῆς διχοτόμησης. Αὐτὸς βλέπει τὸν ἄνθρωπο ὄχι σὰν μιὰ ψυχὴ φυλακισμένη σ᾿ ἕνα σῶμα, ἀλλὰ σὰν μιὰ ὀργανικὴ ἑνότητα σώματος καὶ ψυχῆς, μιὰ ψυχοσωματικὴ ὁλότητα. Γι᾿ αὐτό, τὸ Θεῖο φῶς μεταμορφώνει ὄχι μόνο τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Ἡ δόξα τῶν ἁγίων εἶναι συγχρόνως σωματικὴ καὶ ἐσωτερική. Αὐτὲς οἱ ἰδέες ἔχουν ὁλοκληρωτικὰ ἐπεξεργασθεῖ καὶ συστηματοποιηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ μέσα στὸ περιεχόμενο τῶν Ἡσυχαστικῶν Ἐρίδων. Καὶ ἀκριβῶς ἡ ἴδια διδασκαλία βρίσκεται, σὲ λιγότερο ἀνεπτυγμένη μορφή, μέσα στὰ γραπτὰ κείμενα τοῦ Ἁγίου Συμεών.

Ἡ συνάντηση μὲ τὸν Χριστό

Τὸ ὅραμα τοῦ Θεϊκοῦ φωτός, παρ᾿ ὅτι κατέχει κύρια θέση στὴ μυστικὴ θεολογία τοῦ Ἁγίου, δὲν ἐπέχει γι᾿ αὐτὸν τὴν ὑπέρτατη στιγμὴ τῆς ἀνθρώπινης πνευματικῆς ἐμπειρίας. Αὐτὸ ποὺ προέχει γι᾿ αὐτὸν περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο δὲν εἶναι αὐτὸ καθαυτὸ τὸ φῶς —ποὺ «θεωρηθὲν ἐν ἀπομονώσει» θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνευθεῖ κατὰ κάποιο τρόπο ἀπρόσωπα— ἀλλὰ ἡ συνάντηση, ποὺ γίνεται μέσα στὸ φῶς, ἡ ἄμεση συνάντηση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου μὲ τὸ θεϊκὸ-ἀνθρώπινο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἄποψη τοῦ Ἁγίου Συμεὼν δὲν εἶναι ἁπλῶς «φωτοκεντρικὴ» ἀλλὰ «Χριστοκεντρική».

Εἶναι σημαντικό, ὅτι ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἔλαβε τὸ ἀρχικὸ ὅραμα τοῦ φωτὸς σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν (ὅπως ἔχει περιγραφεῖ πιὸ πάνω) ὡς σχετικὰ βασικό· ἀφετηρία περισσότερο, παρὰ ἔσχατος προορισμός. Ἦταν κάτι ποὺ τοῦ δόθηκε σύντομα, ἔπειτα ἀπὸ μία συγκριτικὰ μικρὴ προσπάθεια ἀπὸ μέρους του· καὶ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γρήγορα, γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ξανακύλησε σ᾿ ἕνα ἀτομικὸ καὶ κοσμικὸ τρόπο ζωῆς. Ἀργότερα μετανόησε καὶ ἔγινε μοναχός. Ἀκολούθησε μιὰ περίοδος σκληρῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, μετὰ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀξιώθηκε νέα ὁράματα τοῦ φωτός. Ὅμως, αὐτὰ τὰ ὁράματα δὲν τὸν ἱκανοποίησαν ὁλοκληρωτικὰ καὶ ὑπῆρχε σ᾿ αὐτὰ ἕνα στοιχεῖο ποὺ συντελοῦσε στὴν ἔλλειψη ὁλοκλήρωσης. Μόνο ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ ἀλλεπάλληλες ἀπογοητεύσεις βρῆκε τελικὰ αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε: καὶ αὐτὸ συνέβη ὄχι ἁπλῶς ὅταν εἶδε τὸ φῶς, ἀλλὰ ὅταν ὁ Χριστὸς τοῦ μίλησε μέσα ἀπὸ τὸ φῶς. Ὁ ἴδιος λέγει:

«Ἐσὺ ἔλαμψες σ᾿ ἐμένα μὲ ὑπέροχη λαμπρότητα καί, ἔτσι φάνηκε, Ἐσὺ παρουσιάσθηκες σὲ μένα στὴν ἁγιότητὰ σου καὶ μὲ ὅλο μου τὸ εἶναι τὸ παρατήρησα καθαρὰ· καὶ ὅταν εἶπα: «Ὦ Κύριε, ποιὸς εἶσαι;» Τότε ἐσὺ εὐδόκησες νὰ μιλήσεις γιὰ πρώτη φορὰ μὲ μένα, τὸν ἄσωτο. Μὲ πόση λεπτότητα μοῦ ἀπευθύνθηκες καθὼς στεκόμουν ἔκπληκτος καὶ τρέμων, καθὼς σκεφτόμουν καὶ ρώτησα: «Τὶ σημαίνει αὐτὴ ἡ δόξα καὶ ἡ μεγάλη λαμπρότητα; Πὼς συμβαίνει νὰ θεωρηθῶ ἄξιος τέτοιων μεγάλων εὐλογιῶν;» «Εἶμαι Θεὸς», ἀπάντησες ἐσύ, «ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος γιὰ χάρη σου· καὶ ἐπειδὴ ἐσὺ μὲ ζήτησες μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι ὁ ἀδελφός μου, ὁ κληρονόμος μου, ὁ φίλος μου».

«Ἐσὺ θὰ γίνεις ὁ ἀδελφός μου... καὶ ὁ φίλος μου». Γιὰ ν᾿ ἀναφέρουμε ἕνα ἄλλο κείμενο τοῦ Ἁγίου Συμεών, «Ὁ ἄνθρωπος μιλᾶ μὲ τὸ Θεό, ὅπως ἕνας φίλος πρὸς τὸν φίλο του· καί, ἀποκτώντας τὴν ἐμπιστοσύνη του, στέκεται μπρὸς στὸ πρόσωπο Ἐκείνου ποὺ κατοικεῖ τὸ ἀπρόσιτο φῶς». Βεβαίως, τὸ φῶς παρουσιάζεται σ᾿ αὐτὸ τὸ ὅραμα καθὼς ὁ Ἅγιος Συμεὼν μιλάει μὲ τὸν Χριστό. Ἀλλ᾿ ὅμως τὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντός του δὲν εἶναι αὐτὸ καθ᾿ αὐτὸ τὸ φῶς, ἀλλ᾿ Αὐτὸς ποὺ μιλᾶ μέσ᾿ ἀπὸ τὸ φῶς.

Αὐτά, λοιπόν, εἶναι τρία ἀπὸ τὰ κύρια στοιχεῖα τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας Ἁγίου Συμεὼν τοῦ νέου Θεολόγου. Μιλάει ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τοῦ κάθε Χριστιανοῦ νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ προσωπικὰ γιὰ νὰ συνειδητοποιήσει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὰ κείμενά του εἶναι πλήρη -σχεδὸν κάθε σελίδα- ἀπὸ τὴν δόξα τοῦ Θείου φωτός. Καὶ κατὰ τρίτο ἐπιμένει στὴν συνάντηση ποὺ γίνεται μέσα στὸ Θεῖο φῶς, τὸν διάλογο τῆς ἀγάπης μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Χριστιανοῦ.

Ἀπόδοση: Κωνσταντίνου Γ. Νιάρχου

(Χριστιανικὸ Συμπόσιο - Ἀγγλία, «Χριστιανισμὸς κι Ἐλευθερία», σ. 263- 269)