Ἑρμηνεία Προσευχῶν

Κυριακὴ Προσευχή (Πάτερ ἡμῶν)
Εἰς τὸ Παράκλητον Πνεῦμα (Βασιλεῦ Οὐράνιε)
Τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως (Πιστεύω)
Ἀναστάσιμη προσευχή (Χριστὸς ἀνέστη κλπ.)
Εὐχὴ τῶν Ὡρῶν (Ὁ ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάσῃ ὥρᾳ)
Ἐπιλύχνιος Εὐχαριστία (Φῶς ἱλαρόν)
Προσευχὴ Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου (Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου)
Εὐχὴ εἰς τὸν Ἄγγελον φύλακα τῆς τοῦ ἀνθρώπου ζωῆς
Τροπάριον Κασσιανῆς (Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις)
Κατηχητικὸς Λόγος εἰς τὸ Πάσχα Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Ἡ Κυριακὴ προσευχή (Πάτερ ἡμῶν)

Ἡ Κυριακὴ προσευχή, ἐλέχθη ὑπὸ τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλίαν καὶ κατεγράφη εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, κεφ. στ´ 9-13: «Οὕτως οὗν προσεύχεσθε ὑμεῑς ...». Ὅμως οἱ περισσότεροι ἀγνοοῦμεν τὴν ἑρμηνείαν της, ἀκόμη καὶ τὴν ὀρθὴν προφορὰν τῶν λέξεων. Διὰ τοῦτο παρατίθεται ἐδῶ μεθ᾿ ἑρμηνευτικῆς ἀποδόσεως εἰς τὴν νέαν Ἑλληνικήν:

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, Πατέρα, ἐσὺ ὁ δικός μας καὶ μοναδικός,
ὁ κυρίαρχος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ποὺ εἶσαι τόσο κοντά μας,
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· Κάνε νὰ φανερωθεῖ στὸν κόσμο μὲ τὴ δική μας ζωή,
τὸ δικό Σου ὄνομα, ποὺ εἶναι δύναμη καὶ δόξα, δικαιοσύνη καὶ χάρη.
ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· Ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης Σου, ποὺ ἄρχισε ἤδη μὲ τὸ Χριστό,
ἂς γίνει νὰ φανερωθεῖ καὶ νὰ ἐπικρατήσει γρήγορα σὲ ὅλο τὸν κόσμο.
γεννηθήτω τὸ θέλημά σου,

Ἡ χάρη Σου ἂς μᾶς ἱκανώσει νὰ ἀποκτήσουμε τὸ δικό Σου θέλημα
καὶ νὰ τὸ ἐφαρμόζουμε στὴ ζωή μας,

ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς· Γιὰ νὰ γίνει ἡ γῆ, ὅπως Ἐσὺ θέλεις νὰ εἶναι,
εἰκόνα τῆς οὐράνιας βασιλείας.
τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον· Δῶσε μας σήμερα, ὅπως κάθε ἡμέρα καὶ πάντοτε,
τὸ ψωμὶ ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη γιὰ νὰ ζήσουμε,
ὅπως δίνεις τὸ Σῶμα τοῦ Ὑιοῦ Σου γιὰ τὴ ζωή μας.
καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, Σοῦ ζητοῦμε ἀκόμη νὰ μᾶς συγχωρήσεις,
διότι δὲν ἐκπληρώνουμε τὸ χρέος μας ἀπέναντι στὴν ἀγάπη Σου,
ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· Ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε, μὲ τὴ δική Σου χάρη,
ὅσους μᾶς ἔβλαψαν.
καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, Καὶ μὴ μᾶς ἐγκαταλείπης ποτὲ μόνους καὶ ἀνίσχυρους
στὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες, ποὺ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι προκαλοῦμε ἄθελά μας.
ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. Ἀλλὰ γλίτωσέ μας ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Διαβόλου,
ποὺ ἀγωνίζεται νὰ μᾶς ἐξουσιάσει.
Ὅτι σοῦ ἐστίν ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, Προσευχόμαστε ἔτσι διότι γνωρίζουμε ὅτι μόνον Ἐσὺ
ἔχεις τὴν ἀπόλυτη ἐξουσία, καὶ τὴ δύναμη, καὶ τὴ δόξα
τοῦ Πατέρα, τοῦ Ὑιοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
νῦν καὶ ἀεί καὶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Τώρα καὶ πάντοτε, μέχρι τὸ τέλος τοῦ χρόνου.

Ἀμήν.

Ἂς γίνει ἔτσι.


Εἰς τὸ Παράκλητον Πνεῦμα (Βασιλεῦ Οὐράνιε)

Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε,

τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,

ὁ πανταχοῦ παρών καὶ τὰ πάντα πληρῶν,

ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός,

ἐλθέ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν,

καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος,

καὶ σῶσον, ἀγαθὲ τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Βασιλιᾶ οὐράνιε, Παράκλητε,

Πνεῦμα ἅγιο, ποὺ ἀπὸ Ἐσένα πηγάζει ἡ ἀλήθεια·

Ἐσὺ ποὺ βρίσκεσαι παντοῦ καὶ μὲ τὴν παρουσία Σου γεμίζεις τὰ πάντα·

Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ὁ θησαυρὸς καὶ ἡ πηγὴ τῶν ἀγαθῶν καὶ δωρίζεις τὴ ζωή,

ἔλα καὶ κατοίκησε μέσα μας,

καὶ καθάρισέ μας ἀπὸ τὰ στίγματα τῶν ἁμαρτιῶν μας,

καὶ σῶσε, Ἀγαθέ, τὶς ψυχές μας.


Τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως (Πιστεύω)

Τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, ἢ «Πιστεύω», ἀποτελεῖται ἀπὸ δώδεκα ἄρθρα, νοηματικὰς ἑνότητας. Συνετάχθη εἰς τὰ μὲν ἐπτὰ πρῶτα ἄρθρα ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐν Νικαίᾳ (325), εἰς τὰ δὲ πέντε τελευταῖα ἄρθρα ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐν Χαλκηδόνι (381). Οἱ ἱεροὶ κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων θέτουσι ἀπαραίτητον ἵνα ἀπαγγέλλεται ὑπὸ πάντων τῶν πιστῶν ἐκκλησιαζομένων. Διὰ τοῦτον παρατίθεται ἐδῶ, μετὰ ἑρμηνευτικῆς ἀποδόσεως εἰς τὴν νέαν Ἑλληνικήν.

Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. Πιστεύω, ὡς ὀρθόδοξος χριστιανός, σὲ ἕνα Θεό, Πατέρα, κυρίαρχο τοῦ παντός, ποὺ δημιούργησε απὸ τὸ μηδέν καὶ μὲ ἀπόλυτη ἐλευθερία, τὸν οὐρανὸ καὶ καὶ τὴ γῆ. Δημιούργησε δηλαδὴ τόσο τὸν ὁρατὸ καὶ ὑλικὸ, ὅσο καὶ τὸν ἀόρατο καὶ πνευματικὸ κόσμο. Πατήρ
Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Ὑιὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι᾿ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.

Τὸν δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.

Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου καὶ παθόντα καὶ ταφέντα.

Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, κατὰ τὰς Γραφάς.

Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός.

Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.

Πιστεύω καὶ σὲ ἕνα Κύριο, τὸ Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ εἶναι ὁ μονογενὴς Ὑιὸς τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Γεννήθηκε ἀπὸ Αὐτὸν προαιωνίως. Εἶναι ἀληθινὸς Θεὸς ἐπειδὴ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ Ὑιὸς δὲν εἶναι δημιούργημα ἢ κτίσμα τοῦ Θεοὖ, ὅπως ἐπίστευαν διάφοροι αἰρετικοί, ἀλλὰ εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, ἔχει δηλαδὴ τὴν αὐτὴ θεία οὐσία καὶ τὰ πάντα δημιουργήθηκαν διὰ τοῦ Ὑιοῡ.

Αὐτὸς γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, κατέβηκε ἀπὸ τὴν οὐράνια δόξα Του στὴ γῆ καὶ ἔλαβε σάρκα, ὅμοια μὲ τὴ δική μας, ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔγινε δηλαδὴ ἄνθρωπος ὅμοιος σὲ ὅλα μὲ ἐμᾶς, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ ἔζησε σὲ συγκεκριμένο χρόνο ἐπάνω στὴ γῆ.

Σταυρώθηκε, ἔπαθε καὶ ἐτάφηκε γιὰ ἑμᾶς, ὅταν Ῥωμαῖος ἐπίτροπος τῆς Ἰουδαίας ἦταν ὁ Πόντιος Πιλᾶτος.

Καὶ ἀναστήθηκε, σύμφωνα μὲ τὶς Γραφές, τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸν τάφο, ἐνῶ ἦταν νεκρός.

Μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ἀνέβηκε εἰς τοὺς οὐρανοὺς μὲ τὴν δύναμη ποὺ ἔχει ὡς Θεός, καὶ κάθισε δεξιὰ τοῦ Πατέρα Του.

Θὰ ἔλθει καὶ πάλι στὸν κόσμο μὲ δόξα, σὲ χρόνο ποὺ τὸν γνωρίζει μόνο ὁ Θεός, γιὰ νὰ κρίνει τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς νεκρούς.

Υἱός
Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν. Πιστεύω καὶ στὸ Ἄγιο Πνεῦμα, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας τριάδος ποὺ ἔχει κυριότητα καὶ ἐξουσία. Ζωοποιεῖ ὅλη τὴν κτίση καὶ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Εἶναι ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Ὑιό. Προσκυνᾱται καὶ δοξάζεται ἰσότιμα μαζί τους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καθοδήγησε τοὺς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ προεῖπαν γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Σωτῆρα καὶ προετοίμασαν τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Πνεῦμα
Εἰς μίαν, Ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.

Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.

Πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ἐπειδὴ μία εἶναι ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστὸς καὶ μία ἡ πίστη ἐκείνων ποὺ μετέχουν στὴ ζωή της.

Πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἁγία, δηλαδὴ χωρισμένη ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, ἐπειδὴ ἅγιος εἶναι ὁ Χριστός, καὶ ἐπειδὴ ἀκόμη ἔχει ὡς σκοπό της τὸν ἁγιασμὸ ὅλων τῶν πιστῶν.

Πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι καθολική, ἐπειδὴ κατέχει ὅλη τὴν ἀλήθεια χωρὶς ἀλλαγὲς καὶ ἐπεκτείνεται σὲ ὅλο τὸν κόσμο γιὰ νὰ συμπεριλάβει στοὺς κόλπους της ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς.

Πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι καὶ ἀποστολική, έπειδὴ διατηρεῖ ἀκέραιη καὶ ἀνόθευτη τὴ διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων, καὶ ἐπειδὴ οἱ ἐπίσκοποι ποὺ τὴν ποιμαίνουν εἶναι διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων καὶ χειροτονημένοι κανονικὰ σὲ ἀδιάκοπη συνέχεια ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα.

Ὁμολογῶ ἕνα βάπτισμα στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ μία καινούργια ζωὴ μέσα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Μὲ τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ βάπτισμα συγχωρεῖται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἀμάρτημα καὶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔκανε μέχρι νὰ βαπτισθεῖ.

Ἐκκλησία
Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν.

Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.

Πιστεύω καὶ περιμένω τὴν κοινὴ ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν. Θὰ ἀναστηθεῖ κάθε σῶμα γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν ἀθάνατη ψυχή του. Ἡ ἀνάσταση ὅλων θὰ γίνει μὲ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου.

Προσδοκῶ ὅτι, μετὰ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν τελικὴ κρίση ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ Χριστό, θὰ ἀξιωθῶ νὰ ἀπολαύσω τὴ μέλλουσα αἰώνια ζωὴ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους. Ἀμήν.

Μέλλουσα ζωή

Ἀναστάσιμη προσευχή (Χριστὸς ἀνέστη κλπ.)

Ἡ ἀναστάσιμη προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι τόσον μεστὴ καὶ πλήρης θεολογικῶν νοημάτων, εἶναι δυστυχῶς ἄγνωστη εἰς τὴν πλειονότητα τῶν νέων καὶ δὴ τῆς μαθητιώσης νεολαίας. Χαρακτηριστικὸν αὐτοῦ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς μερικὰ σχολεῖα δὲν ἀπαγγέλλεται, ἀλλὰ διαβάζεται ἀπὸ ἕναν μαθητὴ - συνήθως μὲ σφάλματα ἀναγνώσεως - ἐνῶ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ στέκονται ἀπλῶς ἀκούοντας κάτι ἐντελῶς ἄγνωστο. Ἂς φροντίσουμε λοιπὸν νὰ ἀπομνημονευθεῖ ἀπὸ ὅλους μας, ὡς καλὴ συνήθεια ἔστω, αὐτὴ ἡ πολὺ σπουδαῖα προσευχή. Κρατῆστε την καὶ διαδῶστε την.

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,
θανάτῳ θάνατον πατήσας
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωὴν χαρισάμενος.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀναστήθηκε ἀφοῦ κατέβηκε καὶ δίδαξε στοὺς νεκρούς,
καταπατώντας μὲ τὸν θάνατό του τὸν φυσικὸν καὶ τὸν πνευματικὸν θάνατον
καὶ σὲ ὅσους βρίσκονταν σὲ τάφους, εἴτε φυσικοὺς εἴτε πνευματικούς,
χάρισε ἔτσι τὴν ἀληθινὴ ζωή.
Χριστὸς ἐκ νεκάδων ἐγερθείς,
ὄλβῳ ὄλβου πεπάτηκε
καὶ τοῖς ἐν τύμβεσιν
τὸ ζῆν ἐδωρήσατο
(ὁμηρικὴ διάλεκτος).

-:-

Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι,
προσκυνήσωμεν ἅγιον, Κύριον,
Ἰησοῦν τὸν μόνον ἀναμάρτητον.
Τὸν Σταυρόν σου Χριστὲ προσκυνοῦμεν
καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν
ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν·
σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἡμῶν,
ἐκτὸς σοῦ ἄλλον οὐκ οἴδαμεν,
τὸ ὄνομά σου ὀνομάζομεν.
Δεῦτε πάντες οἱ πιστοί,
προσκυνήσωμεν τὴν τοῦ Χριστοῦ ἁγίαν ἀνάστασιν·
ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ
χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ.
Διὰ παντὸς εὐλογοῦντες τὸν Κύριον,
ὑμνοῦμεν τὴν ἀνάστασιν αὐτοῦ·
Σταυρὸν γὰρ ὑπομείνας δι᾿ ἡμᾶς,
θανάτῳ θάνατον ὤλεσεν.
Ἀφοῦ εἴδαμε τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ,
ἂς προσκυνήσουμε τὸν ἅγιο καὶ Κύριο,
τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος.
Τὴν Σταυρική Σου θυσία Χριστὲ προσκυνοῦμε
καὶ τὴν ἁγία σου Ἀνάσταση
ὑμνοῦμε καὶ δοξάζουμε·
διότι Ἐσὺ εἶσαι ὁ Θεός μας,
καὶ Θεὸ ἄλλον ἐκτὸς ἀπὸ Ἐσένα δὲν ἀναγνωρίζουμε κανένα,
καὶ μόνο τὸ ὄνομά Σου σημαίνει Θεὸς γιὰ ἑμᾶς.
Ἐλᾶτε ὅλοι οἱ πιστοί,
ἂς προσκυνήσουμε τὴν ἁγία ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ·
ἀφοῦ ἡ ἀνάστασή Του ποὺ ἔγινε μετὰ τὴν Σταυρική Του Θυσία,
ἔφερε μεγάλη χαρὰ ποὺ ἀπλώθηκε σὲ ὅλον τὸν κόσμο.
Παντοτινὰ θὰ εὐλογοῦμε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου,
καὶ παντοτινὰ θὰ ὑμνοῦμε τὴν ἀνάστασή Του.
Διότι, ἐπειδὴ ὑπέμεινε Πάθη καὶ Σταυρό ἀπὸ ἑμᾶς γιὰ ἑμᾶς,
κατανίκησε κι ἔδιωξε τὸν θάνατο.

-:-

Ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τοῦ τάφου
καθὼς προεῖπεν,
ἔδωκεν ἡμῖν τὴν αἰώνιον ζωὴν
καὶ μέγα ἔλεος.
Μὲ τὴν ἀνάσταση Του ἀπὸ τὸν τάφον ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς
ὅπως εἶχε πεῖ πρὶν τὰ ἅγια πάθη Του,
μᾶς χάρισε τὴν ἀληθινὴ αἰώνια ζωή
καὶ τὸ μέγα ἔλεος τοῦ Θεοῦ στὶς ταπεινές μας ὑπάρξεις.

Εὐχὴ τῶν Ὡρῶν (Ὁ ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάσῃ ὥρᾳ...)

Ὁ ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάσῃ ὥρᾳ ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς προσκυνούμενος καὶ δοξαζόμενος Xριστὸς ὁ Θεός,
ὁ μακρόθυμος, ὁ πολυέλεος, ὁ πολυεύσπλαγχνος, ὁ τοὺς δικαίους ἀγαπῶν καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἐλεῶν, ὁ πάντας καλῶν πρὸς σωτηρίαν διὰ τῆς ἐπαγγελίας τῶν μελλόντων ἀγαθῶν·
Αὐτός, Κύριε, πρόσδεξαι καὶ ἡμῶν ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ τὰς ἐντεύξεις καὶ ἴθυνον τὴν ζωὴν ἡμῶν πρὸς τὰς ἐντολάς σου·
τὰς ψυχὰς ἡμῶν ἁγίασον, τὰ σώματα ἅγνισον, τοὺς λογισμοὺς διόρθωσον, τὰς ἐννοίας κάθαρον καὶ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης θλίψεως, κακῶν καὶ ὀδύνης.
Τείχισον ἡμᾶς ἁγίοις σου Ἀγγέλοις, ἵνα, τῇ παρεμβολῇ αὐτῶν φρουρούμενοι, καὶ ὁδηγούμενοι, καταντήσωμεν εἰς τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀπροσίτου σου δόξης· ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Χριστέ μας, ποὺ εἶσαι ὁ ἀληθινὸς Θεός, καὶ κάθε ὥρα καὶ στιγμή, στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ, σὲ προσκυνοῦν καὶ σὲ δοξάζουν ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι,
σὺ ποὺ εἶσαι ὑπομονετικὸς καὶ ἄκακος, πολὺ στοργικός, πολὺ σπλαγχνικός, ποὺ ἀγαπᾷς τοὺς καλοὺς καὶ λυπᾶσαι καὶ συγχωρεῖς αὐτοὺς ποὺ κάνουν ἁμαρτίες, ποὺ προσκαλεῖς ὅλους στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας, μὲ τὴν ὑπόσχεση τῶν ἀγαθῶν τοῦ οὐρανοῦ·
Ἐσύ, Κύριε, δέξου αὕτη τὴν ὥρα τὶς προσευχές μας, καὶ ὁδήγησε τὴ ζωή μας στὸ ἅγιο Θέλημά σου·
Ἁγίασε τὶς ψυχές μας, ἅγνισε τὰ σώματα, διόρθωσε τοὺς λογισμούς, καθάρισε τὶς σκέψεις, καὶ γλίτωσέ μας ἀπὸ κάθε θλίψη, κακὸ καὶ πόνο.
Κάνε γύρω μας ἕνα προστατευτικὸ τεῖχος μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους σου, ἔτσι πού, μὲ τὸ στράτευμά τους φρουρούμενοι καὶ ὁδηγούμενοι, νὰ φτάσουμε νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ γνωρίζουμε καλὰ τὴ μεγάλη, τὴν ἀπλησίαστη δόξα σου, καὶ νὰ σὲ δοξολογοῦμε πάντα. Ἀμήν.

Ἐπιλύχνιος Εὐχαριστία (Φῶς ἱλαρόν)

Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός,
οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ,
ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν,
ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν.
Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις,
Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς· διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει.
Ὄντας τὸ γλυκὸ φῶς τῆς ἁγίας δόξας τοῦ ἀθάνατου Πατέρα,
τοῦ οὐράνιου, τοῦ ἅγιου, τοῦ μακάριου, ἐσὺ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ,
τώρα ποὺ φτάσαμε στὴ δύση τοῦ ἥλιου καὶ εἴδαμε τὸ ἑσπερινὸ φῶς,
ὑμνοῦμε τὸν Πατέρα, ἐσένα τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν ἕνα Θεό.
Πρέπει σὲ κάθε καιρὸ νὰ σὲ ὑμνοῦμε μὲ χαρούμενες φωνές,
Υἱὲ Θεοῦ, διότι ἐσὺ δίνεις τὴ ζωὴ καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει.

Προσευχὴ τοῦ Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου (Κύριε καὶ Δέσποτα)

Κύριε τῶν Δυνάμεων, μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ,
ἄλλον γὰρ ἐκτός Σου βοηθόν, ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν.
Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἐλέησον ἡμᾶς.
Κύριε τῶν Δυνάμεων, στάσου πλάι μας,
διότι ἄλλον συμπαραστάτη ἀπὸ ἐσένα, στὶς θλίψεις μας, δὲν ἔχουμε.
Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἐλέησέ μας.
Prayer of St.Ephraim the Syrian.

O Lord and Master of my life, deliver me
from the spirit of indolence, meddling,
vain ambition, and idle talk.

Grant to me, Your servant, the spirit of
prudence, humility, patience, and love.

Yea, Lord and King; grant me, that I may see
my own faults, and to not judge my brother,
for You are blessed to the Ages of Ages. Amen.

Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας,
φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῷς.
Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας,
φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μήν ἀφήσεις νὰ ἔχω.
Πνεῦμα δὲ ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης,
χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.
Πνεῦμα δὲ ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης,
χάρισε σὲ μένα, τὸν ἐλάχιστο.
Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι
τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα,
καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου,
ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ναί, Κύριε καὶ Βασιλιᾶ τῆς κτίσεως, δώρησέ μου
νὰ μπορῶ νὰ βλέπω τὰ δικά μου λάθη,
καὶ νὰ μὴ κατακρίνω τὸν ἀδελφό μου,
σὺ ποὺ εἶσαι εὐλογημένος, ὡς τὸ τέλος τοῦ χρόνου. Ἂς γίνει ἔτσι.

Εὐχὴ εἰς τὸν Ἄγγελον φύλακα τῆς τοῦ ἀνθρώπου ζωῆς

Ἅγιε Ἄγγελε, ὁ ἐφεστὼς τῆς ἀθλίας μου ψυχῆς καὶ ταλαιπώρου μου ζωῆς, μὴ ἐγκαταλίπῃς με τὸν ἁμαρτωλόν, μηδὲ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ διὰ τὴν ἀκρασίαν μου· μὴ δώῃς χώραν τῷ πονηρῷ δαίμονι κατακυριεῦσαί μου τῇ καταδυναστείᾳ τοῦ θνητοῦ τούτου σώματος· κράτησον τῆς ἀθλίας καὶ παρειμένης χειρός μου, καὶ ὁδήγησόν με εἰς ὁδὸν σωτηρίας. Ναί, ἅγιε Ἄγγελε τοῦ Θεοῦ, ὁ φύλαξ καὶ σκεπαστὴς τῆς ἀθλίας μου ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, πάντα μοι συγχώρησον, ὅσα σοι ἔθλιψα πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, καὶ εἴ τι ἥμαρτον τὴν σήμερον ἡμέραν· σκέπασόν με ἐν τῇ παρούσῃ νυκτὶ καὶ διαφύλαξόν με ἀπὸ πάσης ἐπηρείας τοῦ ἀντικειμένου, ἵνα μὴ ἔν τινι ἁμαρτήματι παροργίσω τὸν Θεόν· καὶ πρέσβευε ὑπὲρ ἐμοῦ πρὸς τὸν Κύριον τοῦ ἐπιστηρίξαι με ἐν τῷ φόβῳ αὐτοῦ καὶ ἄξιον ἀναδεῖξαί με δοῦλον τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος. Ἀμήν. Ἅγιε Ἄγγελε, ἐσὺ ποὺ εἶσαι φύλακας (προστάτης) τῆς ἀθλίας ψυχῆς μου καὶ τῆς ταλαίπωρης ζωῆς μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείψῃς τὸν ἁμαρτωλό, μήτε νὰ ἀπομακρυνθῇς ἀπὸ μένα ἐξ αἰτίας τῆς χαυνότητός μου. Μὴ ἐπιτρέψῃς στὸν πονηρὸ δαίμονα νὰ κυριαρχήσει ἐπάνω μου κατατυραννώντας αὐτὸ τὸ θνητό μου σῶμα. Κράτησε τὸ ταλαίπωρο καὶ παράλυτο χέρι μου καὶ ὁδήγησέ με στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Ναί, ἅγιε Ἄγγελε τοῦ Θεοῦ, ἐσὺ ποὺ εἶσαι φύλακας καὶ σκεπαστὴς τῆς ἀθλίας ψυχῆς μου καὶ τοῦ ἀθλίου σώματός μου, συγχώρησέ με γιὰ ὅλα ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα σὲ ἐλύπησα ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου, καὶ γιὰ ὅσα ἁμάρτησα τὴν σημερινὴ ἡμέρα. Σκέπασε μὲ καὶ τούτη τὴ νύκτα καὶ διαφύλαξέ με ἀπὸ κάθε ἐπήρεια τοῦ ἀντιπάλου διαβόλου, γιὰ νὰ μὴ παροργίσω τὸν Θεὸ μὲ κάποιο ἁμάρτημα. Καὶ συνάμα πρέσβευε γιὰ χάρι μου πρὸς τὸν Κύριο, νὰ μὲ στερεώσῃ στὸν θεῖο φόβο (=σεβασμὸ) καὶ νὰ μὲ κάνῃ δοῦλο ἄξιο τῆς ἀγαθότητάς του. Ἀμήν.

Τὸ Τροπάριον τῆς Κασσιανῆς

Δοξαστικὸν τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγ. Τετάρτης
Ποίημα Κασσιανῆς Μοναχῆς. Ἦχος πλ. δ´.

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις, περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων, τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι, πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει·
καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ, Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη, καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους,
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

Νεοελληνικὴ ἀπόδοσις
ὑπὸ Φωτίου Κόντογλου Κυδωνιέως

Κύριε, ἡ γυναῖκα ποὺ ἔπεσε σὲ πολλὲς ἁμαρτίες,
σὰν ἔνοιωσε τὴ θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
καὶ σὲ ἄλειψε μὲ μυρουδικὰ πρὶν ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό σου
κι ἔλεγε ὀδυρόμενη: Ἀλλοίμονο σὲ μένα, γιατί μέσα μου νύχτα θολὴ
καὶ δίχως φεγγάρι, ἡ μανία τῆς ἀσωτείας κι ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας.
Δέξου ἀπὸ μένα τὶς πηγὲς τῶν δακρύων,
ἐσὺ ποὺ μεταλλάζεις μὲ τὰ σύννεφα τὸ νερὸ τῆς θάλασσας.
Λύγισε στ᾿ ἀναστενάγματα τῆς καρδιᾶς μου,
ἐσὺ ποὺ ἔγειρες τὸν οὐρανὸ καὶ κατέβηκες στὴ γῆς.
Θὰ καταφιλήσω τὰ ἄχραντα ποδάρια σου,
καὶ θὰ τὰ σφουγγίσω πάλι μὲ τὰ πλοκάμια τῆς κεφαλῆς μου·
αὐτὰ τὰ ποδάρια, ποὺ σὰν ἡ Εὔα κατὰ τὸ δειλινό,
τ᾿ ἄκουσε νὰ περπατοῦνε, ἀπὸ τὸ φόβο της κρύφτηκε.
Τῶν ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ τῶν κριμάτων σου τὴν ἄβυσσο,
ποιὸς μπορεῖ νὰ τὰ ἐξιχνιάσῃ, ψυχοσώστη Σωτῆρα μου;
Μὴν καταφρονέσῃς τὴ δούλη σου, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τ᾿ ἀμέτρητο ἔλεος.

Νεοελληνικὴ ἀπόδοσις
ὑπὸ Θεοφίλου Βορέως (1873-1954)

.

Νεοελληνικὴ ἀπόδοσις δημοσιευθεῖσα εἰς «Καθημερινή»
ὑπὸ Ἰωάννου Πολέμη (1862-1924)

Χριστέ, γυναίκα ποὺ ἔπεσε σὲ χίλιες ἁμαρτίες,
σὰν ἄκουσε, σὰν ἔνιωσε τὴ θεϊκή σου χάρη,
μὲ μυροφόρας φόρεμα, στὰ δάκρυα πνιγμένη,
πρὶν νὰ σὲ θάψουνε στὴ γῆ, μύρα γλυκὰ σοῦ φέρνει.
Ὠιμέ! φωνάζει, ὁλόγυρα νύχτα ῾ναι, νύχτα μαύρη,
νύχτα π᾿ ἀνοίγει καὶ κεντᾶ τοὺς σαρκικούς μου πόθους
καὶ σκοτεινὴ κι ἀσέληνη, τῆς ἁμαρτίας ἔρως.
Δέξου, Χριστέ, τὰ δάκρυα, τὰ δάκρυα ποὺ χύνω·
Σὺ ποὺ τραβᾶς στὰ σύννεφα τῆς θάλασσας τὸ κύμα,
λυγίσου, γύρε τὴν καρδιὰ στοὺς ἀναστεναγμούς μου,
Σὺ πού ῾γυρες τοὺς οὐρανοὺς στὴ γέννησή σου ἐπάνω·
Τ᾿ ἀνέγγιχτα τὰ πόδια σου ἄφες νὰ τὰ φιλήσω
καὶ νὰ σφογγίσω τὰ φιλιὰ μὲ τὰ πλεχτὰ μαλλιά μου.
Τὰ πόδια, ποὺ σὰν ἄκουσε τὸν κρότους τους ἡ Εὔα
τὸ δειλινὸ μὲς στὴν Ἐδέμ, ἐκρύφτηκε ἀπὸ φόβο.
Τὶς τόσες ἁμαρτίες μου, τὴ φοβερή σου κρίση,
ποιὸς νὰ μετρήσει δύναται, Σωτήρ μου, ψυχοσώστη;
Μὴ μὲ θωρεῖς ἀδιάφορος τὴν ταπεινή σου δούλη,
Ἐσὺ ποὺ ἔχεις σὰν Θεὸς ἀμέτρητη εὐσπλαγχνία.

Ἡ Κασσιανή
Κωστῆς Παλαμᾶς (1859-1943)

Κύριε, γυναίκα ἁμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριὰ τὰ κρίματά μου.
Μά, ὦ Κύριε, πῶς ἡ θεότης Σου μιλᾶ
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου!

Κύριε, προτοῦ Σὲ κρύψ᾿ ἡ ἐντάφια γῆ
ἀπὸ τὴ δροσαυγὴ λουλούδια πῆρα
κι ἀπ᾿ τῆς λατρείας τὴν τρίσβαθη πηγὴ
Σοῦ φέρνω μύρα.

Οἶστρος μὲ σέρνει ἀκολασίας... Νυχτιά,
σκοτάδι ἀφέγγαρο, ἄναστρο μὲ ζώνει,
τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας φωτιὰ
μὲ καίει, μὲ λιώνει.

Ἐσὺ ποὺ ἀπὸ τὰ πέλαα τὰ νερὰ
τὰ ὑψώνεις νέφη, πάρε τα, Ἔρωτά μου,
κυλᾶνε, εἶναι ποτάμια φλογερὰ
τὰ δάκρυά μου.

Γύρε σ᾿ ἐμέ. Ἡ ψυχὴ πῶς πονεῖ!
Δέξου με Ἐσὺ ποὺ δέχτηκες καὶ γείραν
ἄφραστα ὡς ἐδῶ κάτου οἱ οὐρανοί.
καὶ σάρκα ἐπῆραν.

Στ᾿ ἄχραντά Σου τὰ πόδια, βασιλιᾶ
μου Ἐσὺ θὰ πέσω καὶ θὰ στὰ φιλήσω,
καὶ μὲ τῆς κεφαλῆς μου τὰ μαλλιὰ
θὰ στὰ σφουγγίσω.

Τ᾿ ἄκουσεν ἡ Εὔα μέσ᾿ στὸ ἀποσπερνὸ
τῆς παράδεισος φῶς ν᾿ ἀντιχτυπᾶνε,
κι ἀλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονῶ,
σῶσε, ἔλεος κάνε.

Ψυχοσῶστ᾿, οἱ ἁμαρτίες μου λαός,
Τὰ ἀξεδιάλυτα ποιὸς θὰ ξεδιαλύσῃ;
Ἀμέτρητό Σου τὸ ἔλεος, ὁ Θεός!
Ἄβυσσο ἡ κρίση.

Ποίημα Κασσιανῆς Μοναχῆς
Γιῶργος Χειμωνᾶς (1938-2000)

ἀφιέρωση στὸν Ὀδ. Ἐλύτη, περιοδ. Χάρτης (τ. 21-23, Νοε 1986, σσ.474-475).

Κύριε
Ἐγὼ ἡ γυναίκα
ἡ μολυσμένη τῶν ἁμαρτιῶν

στὰ σπλάχνα μου αἰσθάνθηκα τὴν θεότητά σου
κι ἔγινα μυροφόρος
Μὲ ὀδυρμοὺς μῦρα
ἀκουμπῶ ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν τάφο σου

Τὰ σπλάχνα μου ἡ νύχτα τὰ κατέχει
Μανία ἡ ἀκολασία μου
Σκοτάδι καὶ θάνατος τῆς σελήνης
ὁ ἔρως μου τῆς ἁμαρτίας

Πάρε τὰ μάτια μου μαζὶ μὲ τὰ δάκρυά τους
ἐσὺ ποὺ ὅρισες ἡ θάλασσα
νὰ κατάγεται ἀπὸ τὰ σύννεφα

Κλίνε πάνω ἀπὸ τὸν στεναγμὸ τὸν πιὸ βαθὺ τῆς καρδιᾶς μου
ἐσὺ ποὺ ἔκαμψες τοὺς οὐρανοὺς
γιὰ νὰ χωρέσει τό ἄφατο

Θέλω νὰ φιλήσω τὰ πόδια σου τὰ ἀνέγγιχτα
καὶ νὰ τὰ προστατεύω
μέσα στὶς θηλειὲς τῶν μαλλιῶν μου

Στὸ σούρουπο τοῦ παράδεισου ἡ Εὔα
τοὺς κρότους ἀκούει καὶ ταράζεται
τρόμαξε καὶ ἐκρύφτη

Σωτῆρα μου καί τῶν ψυχῶν σωτῆρα
Ποιὸς τὸ κουβάρι τῶν ἁμαρτιῶν μου θὰ ἔρθει νὰ ξετυλίξει
Στῆς τιμωρίας σου τὴν ἄβυσσο
ποιὸς πῶς νὰ κρατηθεῖ

Μὴν ἀποστρέψεις τὸ βλέμμα σου ἀπὸ πάνω μου
Βλέπε με. Τὴν δούλη σου.

Ἐσὺ ποὺ εἶσαι τό ἔλεος.


Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ
Εἰς τὴν ἁγίαν καὶ λαμπροφόρον ἡμέραν τῆς ἐνδόξου καὶ
σωτηριώδους Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, Ἀναστάσεως.

Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως. Ὅποιος εἶναι εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἂς ἀπολαύσει τὴν ὡραία τούτη καὶ λαμπρὴ πανήγυρη.
Εἴ τις δοῦλος εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ. Ὅποιος εἶναι εὐγνώμων ὑπηρέτης, ἂς εἰσέλθει χαρούμενος σ᾿ αὐτὸ τὸ δεῖπνο τῆς χαρᾶς τοῦ Κυρίου.
Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τὸ δηνάριον. Ὅποιος κοπίασε νηστεύοντας, ἂς χαρεῖ τώρα τὸν μισθό του.
Εἴ τις ἀπὸ τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τὸ δίκαιον ὄφλημα. Ὅποιος ἐργάστηκε ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα, ἂς δεχθεῖ σήμερα τὴν δίκαιη πληρωμή.
Εἴ τις μετὰ τὴν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω. Ἂν κάποιος ἦλθε μετὰ τὴν τρίτη ὥρα, ἂς ἑορτάσει εὐχαριστώντας.
Εἴ τις μετὰ τὴν ἕκτην ἔφθασε, μηδὲν ἀμφιβαλλέτω· καὶ γὰρ οὐδὲν ζημιοῦται. Ἂν μετὰ τὴν ἕκτη ὥρα ἔφθασε κάποιος, καθόλου ἂς μὴν ἀμφιβάλει, διότι σὲ τίποτε δὲ θὰ ζημιωθεῖ.
Εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τὴν ἐννάτην, προσελθέτω, μηδὲν ἐνδοιάζων. Ἂν κάποιος καθυστέρησε καὶ ἦλθε στὴν ἐνάτη ὥρα, ἂς προσέλθει χωρὶς ἐνδοιασμό.
Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τὴν ἑνδεκάτην, μὴ φοβηθῇ τὴν βραδύτητα· φιλότιμος γὰρ ὢν ὁ Δεσπότης, δέχεται τὸν ἔσχατον, καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον. Ἂν πάλι κάποιος ἔφτασε μόλις στὶς ἕνδεκα, ἂς μὴ φοβηθεῖ τὴν ἀργοπορία. Διότι, ὡς φιλότιμος ποὺ εἶναι ὁ Δεσπότης, δέχεται τὸν τελευταῖο ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸν πρῶτο.
Ἀναπαύει τὸν τῆς ἑνδεκάτης, ὡς τὸν ἐργασάμενον ἀπὸ τῆς πρώτης. Ἀναπαύει αὐτὸν ποὺ ἔφτασε τὴν ἑνδεκάτη ὥρα, ὅπως καὶ αὐτὸν ποὺ ἐργάστηκε ἀπὸ τὴν πρώτη.
Καὶ τὸν ὕστερον ἐλεεῖ, καὶ τὸν πρῶτον θεραπεύει. Καὶ τὸν τελευταῖο ἐλεεῖ καὶ τὸν πρῶτο βραυεύει.
Κἀκείνῳ δίδωσι, καὶ τούτῳ χαρίζεται. Καὶ σὲ κεῖνον δίδει καὶ σ᾿ αὐτὸν δείχνει τὴ χάρη του.
Καὶ τὰ ἔργα δέχεται, καὶ τὴν γνώμην ἀσπάζεται. Καὶ τὰ ἔργα δέχεται καὶ τὴ γνώμη ἀσπάζεται.
Καὶ τὴν πρᾶξιν τιμᾷ, καὶ τὴν πρόθεσιν ἐπαινεῖ. Καὶ τὴν πράξη τιμᾶ καὶ τὴν πρόθεση ἐπαινεῖ.
Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ἡμῶν· καὶ πρῶτοι καὶ δεύτεροι τὸν μισθὸν ἀπολαύετε. Εἰσέλθετε λοιπὸν ὅλοι στὸ δεῖπνο τῆς χαρᾶς τοῦ Κυρίου μας· καὶ πρῶτοι καὶ δεύτεροι ἀπολαύσατε τὴν ἀμοιβή σας.
Πλούσιοι καὶ πένητες μετ᾿ ἀλλήλων χορεύσατε. Πλούσιοι καὶ φτωχοί, ὅλοι μαζὶ χορέψετε.
Ἐγκρατεῖς καὶ ῥᾴθυμοι τὴν ἡμέραν τιμήσατε. Ἐγκρατεῖς καὶ φυγόπονοι, τὴν ἡμέρα τιμῆστε.
Νηστεύσαντες καὶ μὴ νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον. Ὅσοι νηστέψατε μὰ κι ὅσοι δὲ νηστέψατε εὐφρανθεῖτε σήμερα.
Ἡ τράπεζα γέμει τρυφήσατε πάντες. Τὸ τραπέζι εἶναι γεμάτο, εὐχαριστηθεῖτε ὅλοι.
Ὁ μόσχος πολύς, μηδεὶς ἐξέλθῃ πεινῶν. Τὸ μοσχάρι εἶναι ἄφθονο, κανεὶς ἂς μὴ φύγει πεινασμένος.
Πάντες ἀπολαύετε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως. Ὅλοι ἀπολαύσατε τὸ συμπόσιο τῆς πίστης.
Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. Ὅλοι ἀπολαύσατε τὸν πλοῦτο τῆς θεϊκῆς καλοσύνης καὶ ἀγαθότητας.
Μηδεὶς θρηνείτω πενίαν· ἐφάνη γὰρ ἡ κοινὴ βασιλεία. Κανεὶς νὰ μὴ θρηνεῖ γιὰ φτώχεια, διότι φανερώθηκε ἡ κοινὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Μηδεὶς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γὰρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Κανεὶς νὰ μὴν ὀδύρεται γιὰ τὰ σφάλματά του, ἀφοῦ ἀνέτειλε συγγνώμη ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ.
Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον· ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς τοῦ Σωτῆρος ὁ θάνατος. Κανεὶς νὰ μὴ φοβᾶται τὸ θάνατο, διότι ἀπὸ τὰ δεσμά του μᾶς ἐλευθέρωσε τοῦ Σωτῆρα ὁ θάνατος.
Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ᾿ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἔσβησε τὸ θάνατο, Αὐτὸς ποὺ ἔγινε λεία του θανάτου.
Ἐσκύλευσε τὸν Ἅδην, ὁ κατελθὼν εἰς τὸν Ἅδην. Λεηλάτησε τὸν Ἅδη, Αὐτὸς ποὺ κατέβηκε στὸν Ἅδη.
Ἐπίκρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκὸς αὐτοῦ· Πίκρανε αὐτόν, τοῦ ὁποίου γεύτηκε τὴν σάρκα.
καὶ τοῦτο προλαβὼν Ἡσαΐας, ἐβόησεν· Αὐτὸ ἀκριβῶς προφητεύοντας ὁ Ἡσαΐας ἐκήρυξε:
Ὁ Ἅδης, φησίν, ἐπικράνθη συναντήσας σοι κάτω. Ὁ Ἅδης, λέει, πικράθηκε, ὅταν Σὲ συνάντησε στὸν κόσμο του.
Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ κατηργήθη. Πικράθηκε, διότι πραγματικὰ καταργήθηκε.
Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐνεπαίχθη. Πικράθηκε, διότι ὄντως ἐμπαίχθηκε.
Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐνεκρώθη. Πικράθηκε, διότι στ᾿ ἀλήθεια νεκρώθηκε.
Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ καθῃρέθη. Πικράθηκε, διότι καθαιρέθηκε.
Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐδεσμεύθη. Πικράθηκε, διότι ἁλυσοδέθηκε καὶ φυλακίστηκε.
Ἔλαβε σῶμα, καὶ Θεῷ περιέτυχεν. Ἔλαβε (ὁ Ἅδης) ἕνα σῶμα καὶ τοῦ συνέβη νὰ πέσει πάνω στὸ Θεό.
Ἔλαβε γῆν, καὶ συνήντησεν οὐρανῷ. Ἔλαβε (ὁ Ἅδης) γῆ καὶ συνάντησε οὐρανό.
Ἔλαβεν, ὅπερ ἔβλεπε, καὶ πέπτωκεν, ὅθεν οὐκ ἔβλεπε. Ἔλαβε (ὁ Ἅδης) αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε καὶ ἐξέπεσε ἀπ᾿ Αὐτὸν ποὺ δὲν ἔβλεπε.
Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ κεντρί σου;
Ποῦ σου, Ἅδη, τὸ νῖκος; Ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ ἔπαρσή σου;
Ἀνέστη Χριστός, καὶ σὺ καταβέβλησαι. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ σὺ κατανικήθηκες.
Ἀνέστη Χριστὸς καὶ πεπτώκασι δαίμονες. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ γκρεμίστηκαν οἱ δαίμονες.
Ἀνέστη Χριστός, καὶ χαίρουσιν Ἄγγελοι. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ χαίρονται οἱ Ἄγγελοι.
Ἀνέστη Χριστός, καὶ ζωὴ πολιτεύεται. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ κυβερνᾶ ἡ ζωή.
Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ κανεὶς νεκρὸς πιὰ σὲ μνῆμα.
Χριστὸς γὰρ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν
ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.
Διότι μὲ τὸ νὰ ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ὁ Χριστός,
ἔγινεν ἡ πρώτη συγκομιδὴ τῶν καρπῶν τῆς ἀνάστασης ἀνάμεσα στοὺς κεκοιμημένους.
Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Σ᾿ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ δύναμη στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν.

Μὲ παρόμοια αἰσθήματα ὑπαρξιακῆς εὐφροσύνης σὰν αὐτὰ ποὺ ἀναβλύζουν ἀπὸ τὸν πνευματέμφορο νοῦ καὶ τὸν θεοκίνητο κάλαμο τοῦ χρυσορρήμονος πατρός, εὐχόμαστε ὁλοψύχως, ἀγαπητοί μας καὶ περιπόθητοι ἀδελφοὶ καὶ συνεργοὶ ἐν Κυρίῳ, νὰ ὑποδεχθοῦμε καὶ νὰ πανηγυρίσουμε πάντες τὴν «ἑορτῶν ἑορτὴν καὶ πανήγυριν πανηγύρεων, ἐν ᾗ εὐλογοῦμεν τὸν ἀναστάντα Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας».